Σαν αράχνη…

Τα παπούτσια μου έχουν αρχίσει να παραδίνονται στη βροχή. Αρχίζω και νιώθω το νερό να ποτίζει το καλσόν μου. Έπρεπε να φορέσω μπότες ρε γαμώτο σήμερα. Τι σκατά τα ήθελα αυτά τα κωλοπάπουτσα; Πρώτη φορά έχει αργήσει τόσο το λεωφορείο. Στέκομαι όρθια κάτω απ’ το σκέπαστρο της στάσης προσπαθώντας να αποφύγω τις σταγόνες.hΚολλημένη πάνω στη φωτεινή διαφημιστική πινακίδα. Άδικος κόπος. Ο αέρας δεν είναι σύμμαχος.
Από μακριά διακρίνω μια φιγούρα να πλησιάζει γρήγορα. Όταν έχει φτάσει πια λίγα βήματα πιο πέρα, τη διακρίνω πια καθαρά. Την έχω ξαναδεί στην εταιρία. Στους απάνω ορόφους. Με τα μεγάλα ψάρια. Δε μου φαίνεται για γραμματέας. Πρέπει να είναι μία από αυτούς. Τι διάολο θέλει όμως το λεωφορείο; Αυτή πρέπει να καθαρίζει το μήνα όσα βγάζω εγώ όλη τη χρονιά. Μαζί με τις υπερωρίες. Όταν με πλησιάζει πιάνω τον εαυτό μου να την κοιτάζει σαν εξωγήινο. Ξαφνικά ο αέρας σταματά, λες και με μια αόρατη εντολή τον έκανε εκείνη να κοπάσει. Η βροχή πέφτει πια κάθετα χτυπώντας με μανία την οροφή.
Στέκεται δίπλα μου. Φορά μια μαύρη καμπαρτίνα που σταματά λίγο πιο πάνω απ’ τα γόνατα. Η φούστα της πρέπει να είναι αρκετά πιο κοντή. Μοιάζει σα να μη φορά τίποτα από κάτω. Τα μαλλιά της έχουν βραχεί. Τα έχει μαζέψει πλάγια πίσω απ’ το αφτί της. Οι μύες του ποδιού της διαγράφονται καθαρά κάτω απ’ το διάφανο καλσόν, καθώς τεντώνει το πόδι ακροβατώντας στις γόβες της. Βγάζει απ’ την τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα και ένα χρυσό λεπτό αναπτήρα. Είναι απ’ τις γυναίκες που έχουν αέρα. Πραγματικό αέρα. Με ένα μαγικό τρόπο κάνουν όσους είναι γύρω τους να τις χαζεύουν. Δεν ξέρω αν είναι θαυμασμός ή ζήλεια. Είχα όμως αφοσιωθεί στο θέαμα σα μικρό παιδί που βλέπει πρώτη φορά τη Ρίτα Χέιγουορθ στο σινεμά.
Με το τσιγάρο σφηνωμένο στα χείλη της και τον αναπτήρα να μην της κάνει απ’ την αρχή τη χάρη να της δώσει τις φλόγες του, στρέφει απότομα το βλέμμα της σε μένα και μου χαρίζει ένα χαμόγελο. Της το ανταποδίδω κάπως αμήχανα, σα να συμμερίζομαι την προσπάθειά της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα καταφέρνει. Ο καπνός βγαίνει σε μια λεπτή, σαν ιστός αράχνης, γραμμή απ’ το στόμα της, κλέβοντας λίγο κόκκινο απ’ το κραγιόν της.
– Δεν το βλέπω να περνάει σύντομα με αυτόν τον κωλόκαιρο.
Πάω να της απαντήσω κάτι αλλά αυτή η ξαφνική πρόσκληση σε διάλογο, έστω και τυπικό, με έπιασε απροετοίμαστη. Αρκέστηκα στο να γνέψω καταφατικά με ένα αδέξιο χαμόγελο.
– Σε ποια στάση κατεβαίνεις συνήθως;
– Εεε… Πέντε στάσεις πιο κάτω. Αλλά με τέτοιο καιρό, ούτε που να το σκεφτώ δε θέλω να το κόψω με τα πόδια.
Ήταν μια προσωπική νίκη. Είχα καταφέρει να αρθρώσω μια ολοκληρωμένη πρόταση αβίαστα, αν εξαιρέσω το αρχικό κόμπιασμα. Κανένα απ’ τα μεγάλα στελέχη δε μου είχε ποτέ ως τώρα απευθύνει το λόγο. Ούτε καν στο κυλικείο που μοιραζόμασταν. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο τελικά.
– Έχε το νου σου. Αν περάσει κάποιο ταξί να του κάνουμε νόημα. Τι λες; Δεν έχω όρεξη να περιμένω για πολύ ακόμα.
Σκέφτηκα ενστικτωδώς τα λεφτά που είχα στο πορτοφόλι μου. Έφταναν να μοιραστώ ένα ταξί, αλλά θύμωνα με τον εαυτό μου που ήμουν έτοιμη να πω ναι σε μια πολυτέλεια που μου είχα απαγορεύσει. Όπως και να χει, όντως ήταν η καλύτερη επιλογή.
– Εντάξει. Αν σας βολεύει κι εσάς.
– Μία είμαι. Ευγενία. Εσύ;
– Κατερίνα. Χάρηκα.
Πήγα να δώσω το χέρι μου αλλά έμεινε μετέωρο στον αέρα, αφού εκείνη έστριψε κατευθείαν τον κορμό της και έκανε νόημα σε ένα ταξί να σταματήσει. Εκείνο φρέναρε μπροστά μας. Μου άνοιξε την πόρτα και μου έκανε νόημα να περάσω πίσω. Ύστερα με ακολούθησε κι εκείνη. Έδωσε οδηγίες στον ταξιτζή, κάνοντάς μου νόημα σιωπηλά αν είμαι εντάξει με το σημείο που θα μας αφήσει. Της έγνεψα καταφατικά και ξεκινήσαμε.
Πιο κάτω ο δρόμος είχε πολλή κίνηση. Ο ταξιτζής άρχισε να μουρμουρά. Εκείνη δεν έδειχνε να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Καθόταν σταυροπόδι διαγώνια προς το μέρος μου. Είχε γύρει το κεφάλι και ακουμπούσε στην άκρη του παραθύρου κοιτώντας έξω τη βροχή. Εγώ είχα κολλήσει το βλέμμα μου στο πάνω μέρος της πλάτης του καθίσματος του οδηγού, διαβάζοντας ξανά και ξανά κάτι διαφημιστικές κάρτες που είχε τοποθετημένες για ραδιοταξί.
Ξαφνικά ένιωσα κάτι να με ακουμπά. Ήταν το πόδι της που είχε αγγίξει με την άκρη του κουντεπιέ την γάμπα μου. Έκανα να τραβηχτώ αλλά δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση και να φανώ αγενής. Περίμενα δύο δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας, και συνειδητοποίησα πως δεν το είχε πάρει από κει. Έμεινα ακίνητη συνεχίζοντας να κοιτώ μπροστά. Μια μικρή ανεξήγητη ανατριχίλα είχε αρχίσει να ξεκινά απ’ το σημείο επαφής μου με την άγνωστη γυναίκα. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν και η κατάσταση δεν άλλαζε. Προσπάθησα να ξεπεράσω την αμηχανία μου αλλά μάταια. Δεν ξέρω αν έφταιγε το τράνταγμα του αμαξιού ή οι λακκούβες, αλλά είχα την αίσθηση πως το πόδι έκανε μικρές παλινδρομικές κινήσεις πάνω στο δικό μου. Δεν ήθελα να την κοιτάξω. Φοβόμουν στην ιδέα πως η ματιά της μπορεί να είναι στραμμένη πάνω μου. Έστριψα το κεφάλι για να μη δείχνω το πρόσωπό μου και κοίταξα έξω. Πριν προλάβω να το καταλάβω, το ταξί σταμάτησε. Διέκρινα το μπακάλικο απέναντι απ’ το σπίτι μου. Η επαφή ξαφνικά χάθηκε. Τότε γύρισα.
Εκείνη μου χαμογελούσε.
– Εδώ καλά δεν είναι;
– Ναι, ναι μια χαρά. Κι εσύ εδώ κατεβαίνεις;
– Όχι θα συνεχίσω λίγο ακόμα.
– Τι χρωστάω τότε; Είπα και έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου.
– Τίποτα. Την επόμενη φορά που θα έχει τέτοιο καιρό και το αμάξι μου στο συνεργείο.
Ήθελα να βγω έξω τρέχοντας, οπότε δεν έφερα αντίρρηση. Είπα ένα ευχαριστώ που ακούστηκε σα φωνή μωρού που έχει μόλις πάρει από έναν άγνωστο μια καραμέλα. Βγήκα έξω προσπαθώντας να μη γυρίσω να κοιτάξω, αλλά ήταν ακατόρθωτο αφού ήμουν απ’ τη μεριά του δρόμου. Δεν αντίκρισα ξανά το βλέμμα της. Μόνο τα μαλλιά της πάνω απ’ το κάθισμα όπως απομακρυνόταν το ταξί.
Μπήκα σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι, όχι μόνο για να αποφύγω τη βροχή, αλλά και για να νιώσω ασφαλής μέσα του. Δεν ξέρω από τι. Ένιωσα απροστάτευτη και αδύναμη. Γέλασα με τον εαυτό μου. Δεν ήμουν και η σούπερ δυναμική γυναίκα, αλλά δεν ήμουν και κανένα παιδάκι. Τόσα χρόνια μόνη, καλά στεκόμουν στα πόδια μου. Δεν μπορούσα να κατανοήσω το τι με είχε πανικοβάλλει τόσο.
Δεν είχα όρεξη να το αναλύσω άλλο. Άφησα τα παπούτσια και το μπουφάν μου στην είσοδο, και περπάτησα για λίγο, αφήνοντας μικρές κηλίδες νερού στο πάτωμα, νούμερο τριάντα επτά. Ξεκούμπωσα το πουκάμισό και το πέταξα στην καρέκλα στο χολ. Έπιασα με το ένα χέρι τη φούστα, και με το άλλο τράβηξα το φερμουάρ ως κάτω και την άφησα να κάνει μια ελεύθερη πτώση ως το δάπεδο. Έτσι κι αλλιώς για πλύσιμο θα πήγαινε. Το καλσόν είχε γίνει ένα με το δέρμα μου. Ακούμπησα στον καναπέ και το τράβηξα μέχρι τα γόνατα. Ύστερα κάθισα και το έβγαλα τελείως. Σηκώθηκα και παρατήρησα τα δυο υδάτινα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα οπίσθιά μου. Χαμογέλασα. Έφερα τα χέρια στην πλάτη και έλυσα το σουτιέν. Ένιωσα το στήθος μου να πέφτει λυτρωτικά περίπου ένα εκατοστό πιο κάτω. Όταν θα αυξάνονταν τα εκατοστά πτώσης, είχα αποφασίσει να κάνω κάτι. Αν το επέτρεπαν βέβαια τα οικονομικά μου.
Χάιδεψα ενστικτωδώς τα σημάδια που είχε αφήσει ο στηθόδεσμος στα πλευρά μου. Έπρεπε γαμώτο να πάρω ένα νούμερο μεγαλύτερο, ειδικά για τις μέρες πριν την περίοδο. Όπου να ναι θα αδιαθετούσα. Ίσως αύριο. Το ένιωθα στην ψυχολογία μου. Είχα αυτή την χαζή ευαισθησία. Το βράδυ θα έβαζα τα κλάματα με οτιδήποτε γλυκανάλατο έβλεπα στην τηλεόραση. Περπάτησα ως το μπάνιο. Ένιωθα ιδρωμένη και βρεγμένη ως το κόκκαλο. Ένα ντους ήταν ό,τι πρέπει. Πέταξα το εσώρουχό μου στο καλάθι με τα άπλυτα και μπήκα μέσα. Έκανε ζέστη. Ο Μάιος έδειχνε το δρόμο προς το καλοκαίρι. Άνοιξα το νερό και αφού έφτιαξα τη θερμοκρασία το γύρισα στη ντουζιέρα.
Οι σταγόνες άρχισαν να πέφτουν στο κεφάλι μου και να σπάνε σε μικρούς καταρράκτες, χτυπώντας στους ώμους και στη συνέχεια αγκαλιάζοντάς με ολόκληρη. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να απολαύσω τη δροσιά. Όσο όμως έμεναν κλειστά, το μαύρο φόντο έπαιρνε μορφή. Μια γνώριμη μορφή απ’ το πολύ κοντινό παρελθόν. Ήταν εκείνη. Ένιωθα το σημείο που ακουμπούσε το πόδι της να συσπάται σαν μια φλέβα που τυμπανίζει. Άνοιξα τα μάτια και τράβηξα το κεφάλι μου απ’ τον πίδακα νερού. Τώρα αυτό τι ήταν; Τόσο πολύ με είχε επηρεάσει αυτή η γυναίκα; Και γιατί; Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, όμως όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα αδυνατούσα να τη βγάλω απ’ τη σκέψη μου. Πήρα το σαμπουάν και άρχισα να το απλώνω στα μαλλιά μου. Με βίαιες κινήσεις. Ασυνήθιστες για μένα που πάντα συνήθιζα να κάνω μασάζ στο κεφάλι μου. Με χαλάρωνε. Τώρα όμως δε μπορούσα να χαλαρώσω.
Ξανάκλεισα τα μάτια και έφερα πάλι το κεφάλι μου κάτω απ’ το ντους. Μύρισα το μαλακτικό καθώς έτρεχε πάνω μου, αλλά νομίζω πως δεν μύριζε όπως συνήθως. Είχε το άρωμά της. Αμέσως την ξαναείδα. Να στέκει μπροστά μου. Δίπλα μου. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Σα να άνοιξε ξαφνικά το παράθυρο δίπλα μου και ο αέρας να ξύρισε την επιδερμίδα μου. Έκλεισα τη βρύση. Στα τυφλά άπλωσα το δεξί χέρι και έπιασα το αφρόλουτρο. Άρχισα να το απλώνω πάνω μου. Ασυνήθιστα τρυφερά. Καθώς τα δάχτυλά μου διαπερνούσαν τις ρόγες μου τις ένιωσα σκληρές. Λίγο ακόμα και θα έσκιζαν τη σάρκα της παλάμης μου. Δεν μπόρεσα να το απομακρύνω από αυτές. Το άφησα εκεί να τις χαϊδεύει και που και που να τις τραβά ελαφρά. Ένιωθα την υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου να μην έχει μόνο μία αιτία. Το νερό του ντους ανταγωνιζόταν πια τον εσωτερικό μου κόσμο.
Αυτό που ένιωθα ήταν πρωτόγνωρο. Δεν είχα ποτέ τέτοιου είδους σεξουαλικές προτιμήσεις. Το αντίθετο θα έλεγα. Ήμουν οπισθοδρομική σε αυτά θέματα, αν και είχα φίλες με τα συγκεκριμένα γούστα. Τώρα όμως ήμουν παραδομένη στις σκέψεις αυτές. Ήμουν πολύ ερεθισμένη και ανήμπορη να προβάλω την παραμικρή αντίσταση. Ο μικρόκοσμος του μπάνιου μου, προέτρεπε τον εαυτό μου στο να το απολαύσει. Έτσι και έκανα.
Κατέβασα το χέρι μου πιο χαμηλά μέχρι τα δάχτυλά να συναντήσουν το άτριχο αιδοίο μου. Αποτέλεσμα της χτεσινής προετοιμασίας να συναντήσω τον Άλεξ, που όμως ακύρωσε το ραντεβού λόγω έκτακτης δουλειάς. Μπορεί η συσσωρευμένη καύλα να έχει εκεί τις ρίζες της. Δεν έχει σημασία τώρα. Τα δάχτυλα συνεχίζουν απαλά να διαχωρίζουν τα κάτω χείλη μου και να διατρέχουν την κλειτορίδα. Το άλλο χέρι συνέχιζε να ασχολείται με τις ρόγες μου που είχαν πάρει την υφή πέτρας πια. Και οι εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη, σαν τρέιλερ ταινίας.
Ήταν πια δίπλα μου. Την ένιωθα. Το χέρι της παραμέριζε τα μαλλιά απ’ την πλάτη μου, καθώς τα χείλη της πλησίαζαν το σβέρκο. Ένιωθα την ανάσα της καυτή λίγο πριν με αγγίξουν. Όπως ένιωθα και τα μεγάλα στήθη της να κολλάν πίσω μου και οι θηλές της να τρυπούν αντιδιαμετρικά δυο σημεία στα πλευρά μου, δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης. Με μια απότομη κίνηση, πιάνοντάς με απ τους ώμους, με γυρνά προς το μέρος της και τότε είναι που τα βυζιά μας μπλέκονται παίρνοντας τελικά θέση το ένα ανάμεσα στα άλλα δύο. Το χέρι τις καθοδηγεί το λαιμό μου στα λίγα εκατοστά που απέχουν τα κεφάλια μας. Ολόκληρη η ένταση έχει μεταφερθεί στα χέρια. Σε αντίθεση με το βίαιο τράβηγμα, το φιλί της είναι απαλό. Ίσα ίσα που αγγίζουν τα χείλη μας. Φορά ακόμα το κραγιόν της που μου αφήνει μια γεύση κεράσι.
Ύστερα νιώθω τη γλώσσα της να αλλάζει διαθέσεις και να μπαίνει απότομα μέσα μου. Αρχίζει να μαλάζει τη δική μου τρυφερά. Με φιλά όπως δεν με έχει φιλήσει ποτέ κανείς. Τα χέρια της χαϊδεύουν τη γυμνή μου πλάτη μέχρι να φτάσουν τους γλουτούς μου. Μου τους σφίγγει με δύναμη κολλώντας με πάνω της. Τα πόδια μας έχουν ήδη σταυρωθεί και θαρρείς πως τα αιδοία μας δίνουν το δικό τους φιλί εκεί κάτω. Νιώθω πιο καυλωμένη από ποτέ.
Ξαφνικά, αφήνει το δεξί της χέρι ελεύθερο και το ακουμπά στο γεμάτο σαμπουάν σφουγγάρι. Δεν δίνω σημασία παραδομένη στην ηδονή. Το πότε το επανέφερε πάνω μου, ήταν αδύνατο όμως να το αγνοήσω. Αφού ακούμπησε το χείλος της μέσης μου, το άφησε να ακολουθήσει την σχισμή των οπισθίων μου. Όταν πια είχε φτάσει όσο χαμηλά χρειαζόταν, μπήκε με βία πίσω μου. Τα χείλη μου αποχωρίστηκαν τα δικά της και μια πνιχτή κραυγή βγήκε από μέσα τους. Έτρεμα σύγκορμη. Ένιωθα βρόμικη. Αυτό ήταν που με ερέθιζε περισσότερο. Ο σοδομισμός απ’ τα δάχτυλά της μου έβγαζε ένστικτα που δεν είχα συναντήσει ποτέ ξανά στην ερωτική μου ζωή. Ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω όταν βγήκε από μέσα μου και με απομάκρυνε πιάνοντάς με απ’ τα κόκκαλα της μέσης.
Ήμουν ένα παιχνιδάκι στα χέρια της. Η γλώσσα της άρχιζε να γλιστρά στο λαιμό μου κάνοντας μια στάση πίσω απ’ τα αφτιά. Έπειτα ταλάντωσε τις ρόγες μου, δίνοντάς τους τα χείλη της για λίγα δεύτερα, πιπιλίζοντάς τες σα νεογέννητο βρέφος. Έπειτα διέγραψε την πορεία των κοιλιακών μου, και αποφεύγοντας τον αφαλό, κατέβηκε χαμηλότερα. Η ανάσα της ήταν λίγα χιλιοστά απ’ το μουνί μου που έκαιγε. Έκλεισα τα μάτια και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω απ’ το ντους σαν αιχμάλωτη με αόρατα δεσμά. Τότε ήταν που αισθάνθηκα τη γλώσσα της πάνω μου. Μια κίνηση ευγενική και απαλή. Σα να γλύφει μέλι από φτερά πεταλούδας, αφήνοντάς τα ανέγγιχτα. Τα δύο τρίτα της γλώσσας διαπερνούσαν απαλά την κλειτορίδα μου. Έφερε το δεξί της χέρι να ακουμπήσει με το εξωτερικό της παλάμης το πόδι μου. Όταν πια ήταν δίπλα στο στόμα της, άφησε για λίγο εμένα και το έφερε στα χείλη. Υγρό κι αυτό σαν εμένα, το ένιωσα να εισχωρεί μέσα μου. Το στόμα της ήρθε πάλι και κόλλησε στηεφηβαίο μου. Εναλλάξ συνεχόμενες κινήσεις της γλώσσας και των δαχτύλων. Είχα μουδιάσει. Ένα ηφαίστειο ήταν πια ανάμεσα στα πόδια μου. Έσφιξα τα δόντια και άφησα τη λάβα του να της πλημμυρίσει το πρόσωπο…
Είχα εκστασιαστεί και έτρεμα ολόκληρη. Άνοιξα τα μάτια και συνειδητοποίησα πως είχα κολλήσει στον τοίχο. Το νερό έτρεχε ακόμα πάνω μου. Τα δάχτυλά του δεξιού χεριού μου, ήταν γαζωμένα απ’ το φύλο μου. Το αριστερό βρισκόταν πίσω μου. Ο οργασμός με είχε παραλύσει. Έπιασα το αφρόλουτρο τρέμοντας και έπλυνα το δάχτυλο, που χωρίς να το καταλάβω, είχα χώσει στον πρωκτό μου. Έπειτα ξέπλυνα τα υπολείμματα απ’ τις σαπουνάδες στο κορμί μου κι έκλεισα το νερό. Τυλίχτηκα στην πετσέτα και βγήκα έξω απ’ το ντους.
Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη απέναντι. Δεν αναγνώριζα το πρόσωπο που αντίκριζα. Ήταν διαφορετικά όμορφο. Αλλαγμένο. Του χαμογέλασα συνωμοτικά. Νομίζω πως του έκλεισα και το μάτι. Πήρα μια πετσέτα και σκούπισα τρυφερά τα μαλλιά μου. Πήγα στο σαλόνι, άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα τα τσιγάρα. Στο δρόμο προς την κρεβατοκάμαρα πήρα ένα αναπτήρα και ένα τασάκι. Ναι, σήμερα μπορούσα να καπνίσω και κει. Σήμερα έκανα ό,τι ήθελα. Ξάπλωσα με τα πόδια να ακουμπάν ακόμα το πάτωμα και το άναψα. Ο καπνός βγήκε λεπτός απ’ τα χείλη μου σαν ιστός αράχνης. Σαν εκείνη.
Ο ήχος του τηλεφώνου δε μου άφησε περιθώρια για άλλες σκέψεις. Το απάντησα. Ήταν ο Άλεξ. Μπορούσα να βρεθούμε σήμερα; Λυπόταν για χτες αλλά έτσι είναι η γαμημένη η δουλειά του. Δεν έχει ωράρια και πρόγραμμα. Όμως κατά πάσα πιθανότητα σήμερα μπορούσε να περάσουμε πολλή ώρα μαζί. Μπορούσε να περάσει να κάτσουμε σπίτι μου. Θα έφερνε και κρασί. Μη μαγειρέψω. Μπορούμε να παραγγείλουμε κάτι απέξω.
– Δεν πειράζει για χτες. Ήμουν κι εγώ εξάλλου κουρασμένη. Σήμερα μου βάλανε κι εμένα ένα επαγγελματικό ραντεβού και δεν μπορούσα να το αποφύγω μωρέ. Αν γυρίσω νωρίς θα σε πάρω αλλά κανόνισε εσύ το πρόγραμμά σου, γιατί δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψω.
Έκλεισα το τηλέφωνο και ξανάφερα το τσιγάρο στο στόμα μου. Ύστερα γέλασα. Νομίζω δυνατά. Μπορούσα να κάνω κυκλάκια με τον καπνό. Χρόνια το προσπαθούσα…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s