Jörg Fauser – “ROHSTOFF”

Κεφάλαιο 36

 

 

«Μοτέρ!» είπε δυνατά ο σκηνοθέτης.

«Μοτέρ, έφυγε!» φώναξε ο οπερατέρ.

«Δράση, τώρα!» φώναξε ξανά ο σκηνοθέτης.

Ακριβώς τη στιγμή αυτή στάθηκε μπροστά στην κάμερα ένα από τα πρεζόνια της Χασισοφυτείας, και απευθυνόμενος σε μένα είπε: «Ρε συ, εσένα σε ξέρω, τι κάνετε δω πέρα, ρε;»

«Μα το βλέπεις και μόνος σου» του ‘πα εγώ, «ταινία γυρίζουμε».

«Και γαμώ τις φάσεις. Εγώ, αδερφέ, σε είδα και σκέφτηκα μπας και είχες κανά φιξάκι για μένα».

Βρισκόμασταν στο μπιλιαρδάδικο, δίπλα ακριβώς από το κεντρικό πάρκο της Φραγκφούρτης, το επονομαζόμενο και Χασισοφυτεία. Εκείνη την ώρα γινόταν το αλισβερίσι των «ουσιών» και οι χασικλήδες και τα πρεζόνια δε δείχνανε να ενοχλούνται ιδιαίτερα από την παρουσία μας. Ο Τέο είχε επιμείνει να γίνει το γύρισμα εδώ παρ’ όλες τις δικές μου αντιρρήσεις. Μπορεί να ήμουν ο σεναριογράφος της ταινίας, εκείνος όμως ήταν ο σκηνοθέτης και είχε το πάνω χέρι. Εκτός αυτού προφανώς καταλάβαινε περισσότερα από κινηματογράφο. 

Τον Τέο τον είχα γνωρίσει πριν καιρό από το Δήμο Θέο, το σκηνοθέτη. Ήταν από την Αθήνα, στην ίδια με μένα περίπου ηλικία και δούλευε σαν κάμεραμαν στην τηλεόραση της Έσσης, απ’ όπου είχε πάρει και τον εξοπλισμό. Κάμερα εδώ έκανε ο Μπόρο, ένας Γιουγκοσλάβος συνάδελφός του που έκανε επίσης και τους φωτισμούς και με την ηχοληψία ασχολιόταν η Χριστίνα η γκόμενα του Τέο. Όμως εδώ, στο μπιλιαρδάδικο, δεν μας έπαιρνε για πολλά-πολλά. (Στο μαγαζί αυτό της Χάσβίζε μαζεύονταν τα πρεζόνια και όλη η σκηνή της Φραγκφούρτης). Η παρουσία της κάμερας ήταν ήδη αρκετή. Στη θέα του μαγνητόφωνου ήταν σίγουρο ότι οι κομπάρσοι θα αρνιόνταν να παίξουν στη σκηνή που τους χρειαζόμαστε. Οι μισοί απ’ αυτόν τον κόσμο ήταν καταζητούμενοι από τους μπάτσους και οι άλλοι μισοί δεν καταζητούνταν γιατί απλώς οι μπάτσοι ήξεραν πού θα τους βρουν. Μπαμ. Ένας από τους προβολείς έσκασε από υπερθέρμανση. Δε βαριέσαι, η κρατική τηλεόραση είχε απόθεμα. Το πρεζόνι ακόμη δεν είχε καταλάβει ότι μας χάλαγε το πλάνο. Ήταν κοκκινομάλλης και φόραγε μπλε γυαλιά και το στόμα του το ’χε μονίμως μισάνοιχτο μ’ ένα γέλιο αρουραίου.

«Ρε συ, τι ‘ναι όλος ετούτος ο κόσμος; Και δε μου λες, τώρα δουλεύεις για το σινεμά; Σαν τον Τσαρλς Μπρόνσον να πούμε;»

«Θα φύγεις καμιά φορά μπροστά από την κάμερα;»

«Έλα μωρέ, κέρασε κανά καφέ. Ό,τι ψώνιζες από μένα ήτανε πάντα πρώτο πράμα. Θυμάσαι; Και δε μου λες, άμα τελειώσετε με τα γυρίσματα πού θα την προβάλετε την ταινία;»

«Κάνε δυο τους καφέδες» φώναξα στην ιδιοκτήτρια του μπιλιαρδάδικου. «Με μπόλικη ζάχαρη. Για να σου πω την αλήθεια μια πειραματική ταινία κάνουμε, ίσα που να στέκει. Κι αν πετύχει, τότε θα κάνουμε μια κανονική ταινία»

«Α, μάλιστα. Και δε μου λες, εσύ τι κάνεις εδώ πέρα. Κουβαλάς τα καλώδια;»

«Εγώ έχω γράψει το σενάριο, ρε. Το ξέρεις ντε ότι γράφω».

«Σοβαρά, μπα, δεν είχα ιδέα. Και δε μου λες ρε σύ, έχεις πάρει βάρος, έγινες θρεφτάρι. Ρε, μπας και βγήκες απ’ την άσπρη;»

«Ναι, έχω καθαρίσει».

«Μπράβο, ρε μάγκα. Έτσι κι αλλιώς με τη βελόνα δε βγαίνει και τίποτα. Αλλά μου φαίνεσαι άρρωστος, ρε παιδί μου. Και δε μου λες, μπας και υπάρχει και για μένα καμιά δουλίτσα; Θα μπορούσα να σου βρω ό,τι γουστάρεις. Ξέρεις, ε; Μπορώ να σου βρω Μπερλίνερ τίνκε (ακατέργαστη μορφίνη) σκέτη καύλα, για να ’ρθεις στα ίσια σου μεγάλε….»

«Μα στο ’πα, ρε φίλε, έχω ξεκόψει απ’ τα σκατά».

Τον παράτησα κει δα να στέκει χαζεμένος με το χαμόγελο του αρουραίου και τα δόντια Δράκουλα.

Δεν έφταιγε η πρέζα αλλά η πολλή ζάχαρη που τους αποτελείωνε.

Ξαφνικά άρχισε ο ένας προβολέας να σκάει μετά τον άλλο. Μικρή διακοπή. Ο Μπόρο στραβομουτσούνιασε. Ήταν φανερό ότι η όλη φάση τον χάλαγε. Κι όλα αυτά τα έκανε χωρίς κέρδος, το μόνο που θα ’βγαινε ήταν καμιά μπριτζόλα και καμιά μπύρα. Ήταν όμως φίλος του Τέο και ίσως να ’τανε γι’ αυτόν μια αλλαγή ύστερα από τις ρουτινιάρικες συνεντεύξεις με κοινοτάρχες στα διάφορα χωριά και με μπεκρήδες τοπικούς πολιτικούς για τις ανάγκες του δελτίου ειδήσεων του κρατιδίου της Έσσης.

«Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτή τη σκηνή» είπα στον Τέο.

«Δικό σου είναι το σενάριο» είπε εκείνος χαϊδεύοντας τα γένια του. «Νομίζω όμως πως είναι σημαντικό να αντιληφθεί αμέσως ο θεατής σε τι περιβάλλον ζει και δρα ο ήρωας, χωρίς να χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες».

«Ναι, αλλά απ’ ό,τι βλέπεις εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε δουλειά. Οι τύποι αυτοί μπερδεύονται στα πόδια μας. Θα μπορούσα να σκεφτώ να κάνουμε κάτι άλλο στη θέση αυτής της σκηνής».

Ο Τέο χαμήλωσε σκεφτικός το πρόσωπο με τα πολλά μαλλιά και τα μεγάλα μάτια.

«Εμείς είμαστε επαγγελματίες και δεν πρόκειται να μας τη σπάσει κανείς. Αλλά αν εσύ άλλαξες γνώμη…»

«Κοίτα, Τέο» είπε η Χριστίνα «και οι δυο μας ηθοποιοί έχουν εκνευριστεί πολύ».

Στην πραγματικότητα οι δυο μας «ηθοποιοί» ήταν ο Κούρτι, παλιός συνεργάτης στην έκδοση του περιοδικού Zero και ένας ακόμη φίλος που έδειχνε εντελώς έξω από τα νερά του.

«Μην ανακατεύεσαι εσύ» έβαλε τις φωνές ο Τέο στη γκόμενά του. «Πού ξέρεις εσύ από ηθοποιούς; Σε παρακαλώ. Οι ηθοποιοί είναι πάντα αγχωμένοι, αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να παίξουν το ρόλο και να κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Έχεις ιδέα τι έλεγε ο Χίτσκοκ για τους ηθοποιούς; Παρακαλώ λοιπόν, πάμε ξανά τη σκηνή. Μοτέρ!»

Προσπαθούσα, όσο το δυνατόν, να μένω αμέτοχος, αλλά ήξερα ότι το πρεζόνι είχε αρχίσει ήδη τη μουρμούρα. Το ’βλεπα να έρχεται. Την ώρα του γυρίσματος μπαινόβγαιναν στο μαγαζί βαποράκια «φορτωμένα» και στέκονταν ένα γύρω και χάζευαν. Εκεί που μόλις χτες εκλιπαρούσαν για μια «γραμμή» τώρα γυριζόταν μια ταινία που τους έβγαζε από την καθημερινότητά τους. 

Είχα πιστέψει πως το φιλμ θα ήταν ένας μικρός φόρος τιμής στις ταινίες νουάρ του Μελβίλ, μια απόλυτα στυλιζαρισμένη σκηνή μερικών ασύνδετων και διαδοχικών πλάνων, ένα κολάζ τελετουργιών –η Συνάντηση, το Ντιλ, η Μοιραία Γυναίκα, και ο Θανάσιμος Πυροβολισμός- ένα παιχνίδι αθωότητας βυθισμένο στις φωτοσκιάσεις και στο όνειρο. Μια όμορφη πλάκα. Στη διάρκεια του γραψίματος είχα διασκεδάσει με το κείμενο. Και δεν με είχε δυσκολέψει καθόλου. Για την ατμόσφαιρα της ταινίας είχα κάτι στο μυαλό μου και τα υπόλοιπα θα τα έκανε ο Τέο. Όμως ο Τέο κάθισε και έφτιαξε ένα ολόκληρο σκασμό από πλάνα και σκηνές. Ξαφνικά έγιναν όλα πολύ «επαγγελματικά», είχα την υποψία ότι με την ταινία ήθελε να αποδείξει στον κύκλο της τηλεόρασης και στους παραγνωρισμένους νέους Γερμανούς σκηνοθέτες, κάποιον Βέντερς και κείνον τον Βιμπόρνι ή όπως αλλιώς κι αν λέγονται, ότι ήταν σκηνοθέτης. Και στην πραγματικότητα του ήταν αδιάφορο ποιο ήταν το σενάριο και είχα την αίσθηση ότι ακόμη και χωρίς σενάριο εκείνος θα γύριζε την ταινία, κι όσο για τους δικούς μου εμπνευσμένους και βαρυσήμαντους διαλόγους δεν θα έμενε τίποτα. Και όλα αυτά χωρίς καμιά προοπτική και καμιά ανταμοιβή.

Όλοι αυτοί οι τύποι είχαν τις δουλίτσες τους ή τις σπουδές τους, κάποιο σπίτι ν’ αγοράσουνε ή κάποιο ντοκτορά να τελειώσουν, μόνον εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε καλά καλά μια δουλειά του ποδαριού. Από την εταιρία Germania είχα παραιτηθεί. Στα 28 του δεν μπορεί κανείς να σπαταλάει τις μέρες του για πλάκα. Και το βιβλίο μου Stanboul Blues που θα άφηνε άφωνους τους λογοτεχνικούς κύκλους, πράγμα που δε το πίστευε ούτε ο εκδότης μου, επρόκειτο να εκδοθεί το Σεπτέμβρη. Υπολόγιζε να το τυπώσει σε 500 κομμάτια και θα έκανε μόνος του επιμέλεια και διορθώσεις.

Είχα επιστρέψει στο πατρικό μου. Το κλίμα στο σπίτι ήταν πάντοτε τεταμένο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, τότε που δε γούσταρα να πηγαίνω στο σχολείο, όμως εκείνα τα χρόνια φάνταζαν ρόδινα σε σχέση με την τωρινή κατάσταση. 

«Μοτέρ» φώναξε ο Τέο. Η φιλενάδα του Κούρτι που ήτανε στημένη στο δρόμο σήκωσε το χέρι και μας έκανε σινιάλο. Ακούστηκε ο θόρυβος της σακαράκας του Κούρτι που έπαιρνε μπροστά. Είδαμε το αμάξι να εμφανίζεται στη γωνία και να στρίβει για να μπει στην αυλή. Την ίδια στιγμή δυο πιτσιρικάδες που παίζανε στο διπλανό οικόπεδο, πηδήσανε πάνω από το συρματόπλεγμα κυνηγώντας την μπάλα τους και βρεθήκανε μπροστά στο αμάξι που έμπαινε με ταχύτητα. Ο Κούρτι αναγκάστηκε να φρενάρει απότομα.

«Στοπ» φώναξε ο Τέο. Έπιασε την μπάλα και την πέταξε στους πιτσιρικάδες. Έβαλε τα γέλια. Αυτή ήταν η 15η φορά που γυριζόταν το ίδιο πλάνο, αλλά όσο υπήρχε φιλμ ο Τέο δε θα σταμάταγε να γυρίζει.

«Πρέπει να πάρεις τη στροφή πιο κλειστά» είπε στον Κούρτι που ήταν ντυμένος γκάνγκστερ με σκούρο καπέλο, σκούρο παλτό, σκούρα γιαλιά και του έδειξε πώς.

«Δες την κίνηση της κάμερας, όταν παρακολουθεί το αυτοκίνητο που έρχεται από πέρα και περνάει μπροστά. Αν πάρεις τη στροφή ανοιχτά σε χάνω από το πλάνο. Και όταν κάνω την πανοραμική κίνηση βλέπω στο βάθος μέσα από το φακό όλο αυτό το σκουπιδαριό».

«Και τι πειράζει;» Ο Κούρτι αισθάνθηκε να ξυπνάει ο σκηνοθέτης μέσα του. «Η παιδική χαρά σαν φόντο προσδίδει ένα σημαντικό συμβολισμό, με τον τρόπο αυτό η σκηνή γίνεται πολυσήμαντη. Δε νομίζεις και συ;»

Η Χριστίνα μου έκανε νοήματα συναγερμού. Αλλά δεν μπορούσε πια κανείς να σταματήσει τον Τέο, που ετοίμαζε τις γροθιές του.

«Δε μου λες, θα το κάνεις όπως το είχαμε κουβεντιάσει ή έχεις άλλη πρόταση; Μπας και θέλεις να κάνεις εσύ τη σκηνοθεσία, μπας και έχεις γράψει και το σενάριο; Ή μήπως γυρίζουμε τη δική σου ταινία εδώ πέρα και δεν το ’χω καταλάβει».

Φαινόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα όρμαγε πάνω στον Κούρτι. Αλλά και κείνος έστεκε αγέρωχος και δεν έδειχνε να πτοείται.

«Κανείς δεν είπε κουβέντα γι’ αυτό Τέο» είπε. «Απλώς νομίζω ότι σε μια τέτοιου είδους ταινία θα ήταν δυνατόν ο καθένας από μας να λέει την άποψή του. Νομίζω ότι δεν έχεις κανένα λόγο να κάνεις επίδειξη αυταρχικότητας, όπως ξέρω ότι γίνεται στις μεγάλες παραγωγές με τον Χίτσκοκ και τον Μελβίλ. Εμείς είμαστε φιλαράκια έτσι κι αλλιώς. Έτσι δεν είναι;»

«Α έτσι, φιλαράκια ε;» είπε ο Τέο και έδειχνε να του κάθισε η λέξη στο λαιμό. «Ένα θέλω να σου πω, δεν έχεις ιδέα πώς γυρίζονται οι ταινίες…»

«Σταμάτα επιτέλους Τέο», φώναξε η Χριστίνα. «Ας τελειώνουμε το γύρισμα. Όπου να ’ναι θ’ αρχίσει να βρέχει».

«Εσύ να μη μιλάς» ούρλιαξε ο Τέο, «στο σινεμά είναι το ίδιο αν πρόκειται για 5 λεπτά ή για 5 ώρες. Στο τέλος μόνο ένα όνομα μπαίνει, αυτό του σκηνοθέτη, κι αυτό σημαίνει ότι εκείνος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος και για το τελευταίο δευτερόλεπτο της ταινίας. Το ’πιασες; Κάθε εκατοστό του φιλμ ανήκει μόνο σ’ αυτόν. Μπορείς να το βάλεις στο μυαλουδάκι σου;»

«Μα βρε Τέο, είπε ο Κούρτι που παρέμενε άκαμπτος σαν όρθιο καπνιστό λουκάνικο, «όταν ο Μπονουέλ και ο Νταλί έκαναν μαζί ταινία…»

«Μα έχεις τρελαθεί τελείως; Πώς σου ήρθε τώρα ο Μπονουέλ;» Ο Τέο είχε βγει τελείως από τα ρούχα του. «Ο Μπονουέλ είναι ένας θεός και τολμάς και συγκρίνεις τον μίζερο εαυτό σου με κείνον; Ποιος είσαι εσύ που πιάνεις στο στόμα σου το όνομά του; Εδώ βρίσκεσαι σαν ηθοποιός, για να παίξεις ένα ρολάκι, θα ’λεγα καλύτερα κομπάρσος, και δε σου πέφτει λόγος για να πιάνεις το Μπονουέλ στο στόμα σου, λοιπόν, είτε θα κάνεις αυτά που σου ζητάω ή σήκω και φύγε!»

«Τέο», είπα γω, «δεν υπάρχει κανένας λόγος. Είναι γελοίο να τσακωνόμαστε για ψύλλου πήδημα, είτε πρόκειται για τον Μπονουέλ, για τον Νταλί ή για τον Χριστό, εδώ κάνουμε μια μικρή ερασιτεχνική ταινία κι αν έχουμε τύχη, θα την προβάλουνε σε κάποιο μικρομηκάδικο φεστιβάλ στις μιάμιση η ώρα κάποια νύχτα…»

«Πολύ ωραία λοιπόν. Κάντε τότε την ταινία μόνοι σας». Ο Τέο έφτυσε τις λέξεις μαζί με ένα κομμάτι καπνό και την ίδια στιγμή μας κοίταξε και τους δύο σαν να έλεγε, καταδικάζεστε εις το πυρ το εξώτερον μακράν της 7ης τέχνης. Στην πραγματικότητα όμως είχε δίκιο. Ο Κούρτι θα ’πρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Τώρα πια είχαν τελειώσει όλα εντελώς άδοξα. Και ήταν καιρός να τελειώνω και γω με όλα αυτά που δεν οδηγούσαν πουθενά και να ψάξω για καμιά δουλειά. Ίσως θα μπορούσα να βρω καμιά θεσούλα στα πολιτιστικά. Κάτι τέλος πάντων να κάνω στο Τρίτο ή στο Τέταρτο πρόγραμμα του Ραδιοφώνου της Έσσης. Υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν όλη τους τη ζωή στα τοπικά ραδιόφωνα, ακόμη και στο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας, δε θα χρειάζονταν άραγε κάποιον που θα τους έγραφε μερικές κομψές φρασούλες για την καλλιέργεια των πατζαριών και για τους υποψήφιους της εκκλησιαστικής αποστολής στη Μελανησία; Γιατί να μην έβρισκα και γω κάπου να χωθώ; Ο Τέο μάζευε ήδη την κάμερα και τα εργαλεία. Ο Μπόρο ο Γιουγκοσλάβος βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν για το δελτίο ειδήσεων ή για κάποια τηλεοπτική παπάρα με θέμα τις εκκλησιαστικές καμπάνες στο Φόγκελσμπεργκ.

Ξάφνου στην πίσω αυλή άνοιξε ένα παράθυρο και κάποιος φώναξε: «Συλλάβανε τον Μπάαντερ!»

 …………………………

   

 Το παρόν κείμενο είναι το 36ο κεφάλαιο του τελευταίου μυθιστορήματος του συγγραφέα Jörg Fauser, ROHSTOFF (1984). Στο κεφάλαιο αυτό μιλάει για την αποτυχημένη προσπάθεια (1971) να κάνουμε από κοινού μια ταινία, εκείνος είχε γράψει το σενάριο και γω έκανα τα υπόλοιπα. Στη διάρκεια των γυρισμάτων υπήρξαν καλές αλλά και κακές στιγμές, γεμάτες ένταση, ενώ εγώ εκείνη την εποχή ήμουνα στα κάτω μου εξ αιτίας «της Μιντιλού», (η αρχετυπική μοιραία γυναίκα που με συνοδεύει τα περισσότερα  χρόνια στο γράψιμο).

Με το Γιοργκ δυο χρόνους μετά –όταν πλέον μέναμε μαζί στην Wittelbacherallee στη Φραγκφούρτη- δημιουργήσαμε μια κασέτα 90 λεπτών με σκηνοθετημένη ηχογραφημένη πρόζα:

Road to Morocco. Ηχογραφημένη Λογοτεχνία

– Road to Morocco. Eine Audio-Revue von Jörg Fauser und Theos Romvos. C-90 The Matsoukas Real Life Company, Frankfurt 1973.                

 Ακούστε την εδώ (side 1) και εδώ (side 2)

Λίγο καιρό αργότερα χωρίσαμε με βίαιο τρόπο, αφού πλακωθήκαμε στο ξύλο εξ αιτίας της «μοιραίας γυναίκας» και έκτοτε χώρισαν οι δρόμοι μας αμετάκλητα. Το 1981-83, ζώντας στο Κρανίδι, έγραψα τα «Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία» και στο διήγημα «Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη» αναφέρομαι στον Γιοργκ για πρώτη φορά. Φαίνεται ότι τον ίδιο πάνω κάτω καιρό και εκείνος γράφοντας το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Rohstoff», που έμελλε να είναι και το τελευταίο του βιβλίο και εκδόθηκε μετά το τραγικό θάνατό του, αναφέρεται, με μπόλικο σαρκασμό και χιούμορ, σε διάφορα πρόσωπα που συνάντησε στην Ισταμπούλ,, στα κοινόβια του Βερολίνου και στη σκηνή της Φραγκφούρτης και για το λόγο αυτό αλλάζει όλα τα πραγματικά ονόματα. Ένα κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε ένα επεισόδιο της κοινής μας ζωής, και αφορά μια ταινία που ξεκινήσαμε να κάνουμε μαζί το 1971.

 Έχω αναφερθεί κατ’ επανάληψη στα βιβλία μου στον αγαπημένο φίλο Γιοργκ Φάουζερ. Στη συλλογή διηγημάτων «Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία» (1985), αναφέρομαι στον Γιοργκ για πρώτη φορά στο διήγημα «Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη», όπως επίσης και στην πρόζα με τίτλο «La Finta» που δημοσιεύτηκε στο ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ (1989) και στο «Κείμενο Πάθος» (1995) ο Γιοργκ είναι βασική περσόνα του μυθιστορήματος και επίσης εμφανίζεται στο βιβλίο «Κρυφά Ταξίδια» (2005), στο κείμενο «Ο αγαπημένος μου συγγραφέας»…

Τέος Ρόμβος

 

Όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να παρακολουθήσουν εδώ την ανολοκλήρωτη ταινία «LAZARUSGOHOME» (1971)…

JOERG FAUSER ROHSTOFF

3 responses »

  1. Παράθεμα: Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη… | η ΤΡΥΠΑ

  2. Παράθεμα: Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη | Τεος Ρομβος

  3. Παράθεμα: Για το Δήμο Θέο | Τεος Ρομβος

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s