Τις μέρες τούτες, σε μια απόμερη γωνιά, στην καρδιά της Αθήνας, λειτουργεί η έκθεση τριών νέων γλυπτών που ζουν και εργάζονται στην Ακρόπολη και βλέπουν καθημερινά τον οργασμό της μεγαλούπολης.
Με τη ματιά των ανθρώπων που έχουν χωνέψει τους αιώνες και το χρόνο, αντικρύζουν μια πόλη τραυματισμένη, κατακερματισμένη, σε διαρκή κίνηση, ν΄ αναδεύεται, να βογκάει, να στριγγλίζει, να βρυχάται και τους κατοίκους της να τρέχουν πανικόβλητοι μέσα στη σύγχυση, χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό…
Ο ΓΑΤΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ…
Η πόλη από την ακρόπολη
Το βλέμμα, στη σύγχρονη θεωρία, λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στην προσέγγιση και την πρόσληψη της πραγματικότητας, ενώ, αντίστροφα, επηρεάζεται άμεσα από τα επικρατούντα πολιτισμικά-ιδεολογικά συστήματα αναπαράστασης. Κάθε θέαση ενδέχεται να έχει διαφοροποιημένη κατεύθυνση βάσει των δεδομένων που την πλαισιώνουν.
Κατά συνέπεια, η ίδια η πόλη, ως το κατ’ εξοχήν προϊόν του πολιτισμού, επιβάλλοντας συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης και κίνησης εντός της, αναγκάζει και το βλέμμα να δράσει υπό αυτούς τους περιορισμούς. Ο απεγκλωβισμός του βλέμματος, λοιπόν, προϋποθέτει την παρεμβολή της κρίσης και τη συστηματοποίησή του σε διαφορετικό επίπεδο. Μια τέτοια διάσταση προϋποθέτει αποστασιοποίηση, ενίοτε κυριολεκτική˙ η αφ’ υψηλού θέαση δύναται να προσδώσει διαφορετικό χαρακτήρα στο τοπίο, μετατρέποντάς το σε ένα οπτικό ομοίωμα, το οποίο προσφέρεται για «μελέτη».
Αναλόγως, κοιτάζοντας την πόλη της Αθήνας από ψηλά, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια διαφοροποιημένη άποψή της˙ η πυκνή εικόνα της δόμησής της, παρά τη χαοτική της διάσταση, μοιάζει να διακατέχεται από μια ρυθμικότητα. Συνεπώς, δημιουργείται ένα είδος ψευδαίσθησης, με αποτέλεσμα η οπτική βίωσή της να απομακρύνεται σημαντικά από την πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει, καθώς η απόσταση κατακερματίζει την εστίαση, με αποτέλεσμα ο χώρος κι ο χρόνος να λαμβάνουν διαφορετικές διαστάσεις.
Στα νέα αυτά δεδομένα, τα κτίρια πλέκονται μεταξύ τους, ενώ η ανθρώπινη φιγούρα κινείται σχεδόν αόρατη ανάμεσά τους.
Βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της οπτικής εικόνας θεωρείται η επιλογή της θέσης̇ ο θεατής-δημιουργός, κοιτάζοντας «την πόλη από την ακρόπολη», δε μπορεί παρά να επηρεάζεται από το χώρο αυτόν. Ανάμεσα στο θεατή και το αστικό τοπίο, παρεμβαίνει η βαρύνουσα σημασία που διακρίνει την τοποθεσία. Υφίσταται, λοιπόν, έντονα η παράμετρος του παρελθόντος, όπως και η παρείσφρησή της στην ερμηνεία του παρόντος. Επιπλέον, δομείται μια αντίθεση ανάμεσα στην απώλεια της ιδιαιτερότητας και στην ομογενοποίηση του χώρου της σύγχρονης πόλης, με την έκδηλη σημασία και την ταυτότητα της ακρόπολης, όπως και των ιστορικών της συμβολισμών. Προσδίδεται, τρόπον τινά, μια νέα διάσταση στην ενατένιση, η οποία ταυτίζεται διαχρονικά με την ομορφιά και το θαυμασμό του τοπίου.
Ο καθένας από τους τρεις καλλιτέχνες πλάθει µια διαφοροποιηµένη «θέαση» της πόλης από την ίδια θέση: την ακρόπολη.
Ο Βαγγέλης Χατζής επιλέγει να αναδιαµορφώσει το αστικό τοπίο, µέσα από τη διαδικασία διάσπασης-επανασύνθεσης της φωτογραφικής εικόνας. Το έργο του, δοµηµένο πάνω στις πολλαπλές εκδοχές των φωτογραφικών στιγµιοτύπων, επιτυγχάνει την απελευθέρωση του βλέµµατος του θεατή στην περιήγηση σε αυτό.
Ο Χρήστος Μπληγιάννος πραγµατοποιεί µια συνειδητή στροφή στο παρελθόν, ώστε να εστιάσει µε το έργο του στα στοιχεία της µνήµης και της φθοράς, αλλά και στη σχέση που εκείνα αναπτύσσουν, τόσο µεταξύ τους, όσο και µε τη σύγχρονη πόλη καθεαυτή.
Συνθέτει, έτσι, ένα «χρονικό ίασης», µια εικαστική αποκατάσταση της φθοράς.
Ο Ηλίας Σιψάς παράγει µια σειρά σύγχρονων ευρηµάτων, αποδίδοντας εικαστικά τη διαδικασία της συσσώρευσης χρόνου πάνω στην ύλη και δηµιουργώντας µια διαλεκτική που αφορά στο χρόνο εν γένει. Αναπαριστά την προσπάθεια εύρεσης του σηµείου εκείνου, όπου παρελθόν και µέλλον δύναται να εφάπτονται και να αναπτύσσονται παράλληλα.
Συνολικά, η έκθεση επικεντρώνεται στον τρόπο που οι τρεις καλλιτέχνες επιλέγουν να «κοιτάξουν» το πανόραµα της πόλης και πώς, στη συνέχεια, το αποκωδικοποιούν. Με έναυσµα και βασικό ερέθισµα τη θέαση της πόλης από ψηλά διαπραγµατεύονται την ίδια την αστική εικόνα και τις προεκτάσεις της, αναζητούν περάσµατα ελευθερίας, συσχετίσεις παρόντος-παρελθόντος, προβληματίζονται πάνω στη φυσική φθορά σώµατος κι αντικειμένου και στην προστασία της µνήµης-µνηµείου. Μέσα από την «πολυφωνία» στη χρήση των εικαστικών µέσων, ο καθένας διατυπώνει τη δική του όψη της πόλης κι αρθρώνει ένα διαφορετικό σχόλιο πάνω σε αυτήν.
Παυλίνα Κύρκου, Ιστορικός Τέχνης
Χατζής Ευάγγελος
Οι πρώτες µου επαφές µε την γλυπτική ήρθαν σε πολύ µικρή ηλικία στο εργαστήριο επεξεργασίας µαρµάρων του πατέρα µου, όπου ξεκινώντας από κάποια παιδικά χαράγµατα πάνω στο υλικό, πέρασα σε προσπάθειες απόδοσης τρισδιάστατων µορφών πάνω σε αυτό.
Στη συνέχεια κι ενώ σπούδαζα εκπαιδευτικός ηλεκτρολόγος µηχανικός, εξακολουθούσα να περνώ πολύ χρόνο στο εργαστήριο και να δουλεύω πάνω στο µάρµαρο, προσπαθώντας να αποδώσω σε αυτό όσο πιο πιστά µπορούσα λεπτοµέρειες από αντικείµενα που διάλεγα σαν µοντέλα µου.
Σταδιακά, κατέληξα στο συµπέρασµα ότι αυτό που ήθελα να κάνω ήταν κάτι άλλο από αυτό που σπούδαζα: αυτό που µε συνέπαιρνε. Έτσι, βρέθηκα να φοιτώ στην Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου, απ’ όπου και κατάγοµαι.
Ακολούθησαν τρία χρόνια στο νησί µε καθηµερινή ενασχόληση µε την γλυπτική, το σχέδιο και το χρώµα, προβληµατιζόµενος πάνω σε ζητήµατα που αφορούσαν στον όγκο, το φως, τη σκιά και τον χώρο. Παράλληλα, περνούσα πολύ χρόνο στη φύση παρατηρώντας την, αλλά και στο παλαιοπωλείο των γονιών µου, έναν χώρο όπου βρίσκονται συσσωρευµένα αντικείµενα κι αναµνήσεις αυτά αποτέλεσαν δύο στοιχεία που έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη ζωή άλλα και τη δουλειά µου.
Την περίοδο που επέστρεψα στην Αθήνα, για να συνεχίσω τις σπουδές µου στην Α.Σ.Κ.Τ., ξεκίνησα ταυτόχρονα να εργάζοµαι στα αναστηλωτικά έργα του Παρθενώνα. Έτσι, άρχισα να βλέπω την πόλη από µια άλλη οπτική, βγαίνοντας ουσιαστικά από µέσα της και κοιτώντας την από ψηλά. Αυτό ήταν το έναυσµα για τη δηµιουργία µιας σειράς σχεδίων, που απεικόνιζαν αντένες τηλεόρασης οι οποίες καθώς πύκνωναν κι ενώνονταν αναπόφευκτα µεταξύ τους, σχηµάτιζαν ανθρωπόµορφες φιγούρες.
Στη συνέχεια, και µετά από καθηµερινή παρατήρηση της πόλης απ’ το βράχο, άλλα και µε την εξοικείωση µου µε τα ψηφιακά µέσα, άρχισα να πειραµατίζοµαι ανασυνθέτοντας κοµµάτια από φωτογραφίες τραβηγµένες από ψηλά. Δηµιουργώ µε αυτόν τον τρόπο νέες εικόνες-τοπία, στα οποία τα επιµέρους στοιχεία της πόλης ενώνονται µεταξύ τους, βασισµένα στην ίδια την ανάπτυξη της Αθήνας, που από ψηλά έχει µια χαώδη και ταυτόχρονα ρυθµική όψη, συνθέτοντας µια πυκνή αρµονική εικόνα.
Παρατηρώντας, λοιπόν, την Αθήνα απ’ την Ακρόπολη καθηµερινά, την επανεξετάζω κάτω από διαφορετικές συνθήκες και µέσα από ένα νέο πρίσµα.
Τα τελευταία τρία χρόνια, συλλέγω φωτογραφικό υλικό εν είδει ηµερολογίου, µε αποτέλεσµα να έχω εξοικειωθεί µε την µορφή της πόλης, που στην αρχή, λόγω της πολυπλοκότητας και της άναρχης δοµής της, δυσκόλευε την εστίαση και µου προκαλούσε µια οπτική αλλα και ψυχολογική σύγχυση.
Κατακερµατίζω ψηφιακά τις όψεις της Αθήνας κι ανασυνθέτω τα θραύσµατα της. Η νέα εικόνα που προκύπτει, κρατάει κάτι από το σφρίγος της ολότητας της πόλης, αλλά αφήνει να φανεί ο εξωφρενικά ταχύς ρυθµός του πυρετικού παλµού της. Μέσα από µια διαδικασία ταυτόχρονης διαίρεσης και πολλαπλασιασµού του αστικού τοπίου, αποδόµησης κι ανασύνθεσης διαφορετικών χωρικά τόπων, δίνω µορφή σε µια εσωτερική αναζήτηση, καθώς ταιριάζω ψηφιακές ψηφίδες συνειρµικά. Είναι σαν να σπάω ένα λάθος και να του δίνω τη µορφή που θα ήθελα να έχει.
Σιψάς Ηλίας
Τρία ήταν τα στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό κι αρκετά νωρίς, ερέθισαν τη λογική και διέγειρσν τη φαντασία μου.
Το πρώτο αφορά στο τοπίο και τις κατασκευές. Μεγάλωσα σ’ ένα μέρος απ’όπου βρισκόμουν καθημερινά σε επαφή με μια πανοραμική θέα της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος μακρινοί μεταλλικοί ήχοι, πλοία, γερανοί, αντανακλάσεις, που τη νύχτα έμοιαζαν να μετεωρίζονται αυτόφωτα σε ένα σχεδόν αόρατο περιβάλλον – κατασκευές σε μεγάλη κλίμακα που στη φαντασία μου εντυπώνονταν ως πλάσματα σε ένα είδος διαρκούς βοσκής.
Το δεύτερο σχετίζεται με τα rebus που συναντούσα από πολύ μικρός στους τόμους σταυρολέξων. Η αινιγµατικότητά τους, μου ασκούσε ένα είδος μαγνητισµού κι από ένα σημείο και μετά, δεν αναζητούσα τη λέξη ή τη φράση που έκρυβε το rebus, αλλά παρατηρούσα ξανά και ξανά την οπτική ισορροπία που μου προκαλούσε ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο διατυπωνόταν ο γρίφος.
Είχα (κι έχω) την αίσθηση πως ο τρόπος που εικόνα και λέξεις απέκρυπταν η μία την άλλη, παρήγαγαν κάποιο είδος προφορικότητας της σιωπής. Σταδιακά, βρέθηκα να εξοικειώνομω με το μέσο του κολάζ, γεμίζοντας τους τοίχους με εικόνες και λέξεις.
Το τρίτο είχε ως αφορμή μια μουσική αναζήτηση, η οποία με οδήγησε στα πρώτα μαθήματα κρουστών. Αντιλαμβάνομω ένα είδος χρονικής προπαίδειας και μέσα από το πρίσμα της συστηματικής ρυθμικής πράξης, παρατηρώ πως ο χρόνος μπορεί να προσδιοριστεί με ποικίλους και ταυτόχρονους τρόπους.
Κάποια χρόνια αργότερα κι αφού ασχολήθηκα με το σχεδιασμό και την κατασκευή επίπλων, ξεκινάω εντατικά μαθήματα σχεδίου. Την ίδια εποχή, εφοδιάζομαι με μια αναλογική φωτογραφική μηχανή και για ένα διάστημα παρακολουθώ μαθήματα φωτογραφίας. Σύντομα προμηθεύομω τα απαραίτητα, και οργανώνω έναν σκοτεινό θάλαμο, όπου εκτυπώνω ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η ίδια η διαδικασία της εμφάνισης κι εκτύπωσης, μαζί με το έργο κάποιων φωτογράφων που μελέτησα, με εισήγαγε σε ένα νέο χώρο εφαρμογών, καταγραφής σκηνοθετημένων συμβάντων φωτός και ύλης. Άρχισα να συνδυάζω, μέσα από την έκθεση στο φως, τις κατασκευές με τα κολάζ. Γρήγορα επιχειρώ να εντάξω με εμφανή τρόπο το στοιχείο του χρόνου, μέσα από τη καταγραφή της φυσικής κίνησης με φως.
Ενώ συνέχιζα τα μαθήματα σχεδίου, βρέθηκα στον Πύργο της Τήνου, στο πρώτο έτος της σχολής μαρμαρογλυπτικής. Τότε, ξεκινάει μια επαφή με νέα υλικά, καθώς σιγά σιγά μου αποκαλύπτετω μια λίγο-πολύ νέα οπτική του περίοπτου, περιστρεφόμενη κι επαναληπτική.
Εκεί, προέκυψε µια νέα πλαστική αναζήτηση που αφορούσε τις κατασκευές, το κολάζ και τα αντικείµενα• αντικείµενα του τόπου-τοπίου και των φυσικών παραµέτρων τους η εµπειρία του νησιού αποτυπωνόταν σε κάθε κατασκεύασµα- όσο πιο ευτελές τόσο πιο τρωτό. Ο τόπος του νησιού έµοιαζε να αφοµοιώνει τα γεγονότα της ύλης σαν ένα πλωτό στοµάχι, µε έναν τρόπο ανάλογα αδιάλλακτο κι αναπόφευκτο.
Στη συνέχεια, και µέσα από τη σχολή του Πύργου, εισάγοµαι µε υποτροφία στην ΑΣΚΤ, στο τοµέα της γλυπτικής. Παράλληλα, εργάζοµαι και σε διάφορα έργα συντήρησης κι αποκατάστασης µνηµείων, σε µέρη όπως η Αθήνα, η αρχαία Νεµέα, η Δήλος. Η εξοικείωση µου µε µνηµεία µε έκανε να αντιληφθώ µια συσσωρευµένη, σε µεγαλύτερη κλίµακα και µε περισσότερες παραµέτρους, εκδοχή της φθοράς.
Στη γλυπτική, σε µια προσπάθεια να διευρύνω το πεδίο των κατασκευών, χρησιµοποιώ υλικά όπως φωτεινές δέσµες, κινούµενη εικόνα και περιστρεφόµενες έλικες, παράγοντας µια παράλληλη διάρκεια κι εµβέλεια, εµβόλιµα εναρµονισµένη µε τη φυσική ροή του χρόνου και του χώρου. Αργότερα, κατάλαβα πως είχα περάσει από τη καταγραφή-τεκµηρίωση ενός σκηνοθετηµένου συµβάντος φωτός και ύλης, στη κατασκευαστική απόδοση του ίδιου του συµβάντος.
Με αφορµή την κινούµενη εικόνα, έρχοµαι σε επαφή µε το µέσο του βίντεο, στο οποίο βρίσκω µια νέα, περισσότερο χρονική διάσταση για το κολάζ. Την ίδια περίοδο, ταξιδεύω στην Ολλανδία. Εκεί µε γνώµονα τη βίντεο-προβολή, πειραµατίζοµαι πάνω σε πιθανές προεκτάσεις της. Επιχειρώ να ορίσω ένα ρυθµικό χώρο µέσα από µια χρονική σχέση.
Μέσα από το χειρισµό της ελάχιστης υλικότητας της βίντεο-προβολής, ήµουν σε µια διαρκή επαφή µε διάφανες ύλες. Μετά από µια εµπειρία έξι µηνών στη Δήλο, γυάλινα αντικείµενα που τα αντιµετώπιζα ως πρίσµατα φωτός, τα είδα ως εγγράψιµη ύλη υποβάλλοντας τα σε υψηλές θερµοκρασίες. Αλλοιώνοντας τις µορφές- προκαλώντας ένα είδος κατάρρευσής τους, βρίσκοµαι, από την απόδοση του συµβάντος, ξανά πίσω σε µια διαδικασία καταγραφής του. Αυτή τη φορά, µε έναν τρόπο που εµπλέκει την ύλη σε µια κρυφή κι ακραία δοκιµασία, παράγοντας τεκµήρια του περάσµατος από τη µορφή, στο άµορφο κατάλοιπο µιας επιταχυµένης φθοράς.
Μπληγιάvvος Χρήστος
Κοιτάζοντας την πόλη της Αθήνας από ψηλά θα µπορούσε κανείς να την παροµοιάσει µε ένα σωρό από όστρακα, που µέσα σε αυτήν η ανθρώπινη φιγούρα κινείται σχεδόν αόρατη. Η φυσική φθορά συναντά σώµα και αντικείµενα, µνηµεία και άνθρωποι παραδίνονται στο χρόνο προσπαθώντας ο ένας να σώσει τον άλλο.
Τα τελευταία χρόνια, εργάζοµαι σε ανασκαφές κι αναστηλώσεις σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους. Ένας από αυτούς είναι η Δήλος, όπου στις Ρωµαϊκές οικίες βρίσκεται ένα ψηφιδωτό εκτεθειµένο στα καιρικά φαινόµενα και τα σηµάδια της φθοράς του είναι ορατά.
Θέλοντας να µεταφέρω µια συναισθηµατική κατάσταση, αλλά και να σχολιάσω την αδιαφορία και την εγκατάλειψη αυτών των έργων τέχνης, οργανώνω την πλασµατική σωτηρία τους. Δηµιουργώ µια εγκατάσταση, που αποτελείται από τσιµεντένιες οµπρέλες, τοποθετηµένες σε µια ψηφιακή εκτύπωση του συγκεκριµένου ψηφιδωτού και τέλος, τσιµεντένιες πλάκες µε φως φθορίου οι οποίες φωτίζουν τα σηµεία που έχουν δεχτεί την µεγαλύτερη καταστροφή.
Μια παρόµοια κατάσταση φθοράς και εγκατάλειψης συναντώ σε ένα άλλο µέρος, στο Πόρτο της Πορτογαλίας, εκεί το µεγαλύτερο µέρος των κτιρίων καλύπτεται από πλακάκια (azulejos). Ο λόγος ύπαρξης αυτών δεν είναι µόνο αισθητικός, αλλά λειτουργεί και σαν µονωτικό από τα καιρικά φαινόµενα. Παρόλα αυτά, τα κτίρια νοσούν και η φροντίδα που χρειάζονται είναι απαραίτητη.
Με αφορµή την επιτακτική ανάγκη της σωτηρίας αυτών των κτιρίων, οργανώνω έναν φανταστικό έρανο για την νοσηλεία τους.
Με την εγκατάσταση της έκθεσης επιδιώκω την ίαση, αντικειµένων και ανθρώπων, µέσω των ιαµατικών λουτρών. Αν και αυτά αντιστέκονται σθεναρά λόγω υλικού, τα πρώτα σηµάδια απώλειας έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά στη γυναικεία φιγούρα, ενώ τα ψηφιδωτά χαίρουν της προστασίας της οµπρέλας.
Το ερώτηµα είναι κατά πόσο και µέχρι πού µπορεί τελικά ο άνθρωπος να επέµβει για να συντηρήσει και να προστατέψει µνηµεία και έργα τέχνης. Μήπως η φθορά του χρόνου τους προσδίδει νέο χαρακτήρα; Είναι απαραίτητο να συντηρούµε µνηµεία και µνήµες;
Αναµφίβολα, το έναυσµα αλλά και η εξέλιξη της καλλιτεχνικής µου πορείας είναι άρρηκτα συνδεδεµένα µε ερεθίσµατα που δέχτηκα από το κοινωνικό αλλά και από το οικογενειακό περιβάλλον. Περνώντας ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα στα χωριά των γονιών µου, ήρθα σε επαφή µε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον από αυτό της πόλης. Η περιπλάνηση, µας οδηγούσε στην εξερεύνηση και στην ανακάλυψη παράξενων, για εµάς, αντικειµένων κι εργαλείων, µέσα σε ερειπωµένα πέτρινα σπίτια, όπου εξερευνούσαµε τα αποµεινάρια που είχαν αφήσει εκεί οι άνθρωποι.
Σε ένα περιβάλλον που φάνταζε ονειρικό στα µάτια ενός παιδιού, παρακολουθούσα θρησκευτικές λειτουργίες σε διάφορους τόπους, όπου ο πάππους µου διατελούσε ιερέας. Υποβλήθηκα στη συναισθηµατική φόρτιση που τον διακατείχε σε κάθε περίσταση και κάθε µυστήριο, στην ευλάβεια µε την οποία άγγιζε αντικείµενα εκκλησιαστικά, αλλά και τον τρόπο µε τον οποίον τα χειριζόταν. Παρατηρούσα την συγκίνηση που εξέπεµπε, το πάθος του σε αυτό που πίστευε τόσο δυνατά, και την ευλάβεια µε την οποία αντιµετώπιζε το Θείο, µε µια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή, µια ψαλµωδία ρυθµική και µια γλώσσα σχεδόν ακατάληπτη. Ήταν και είναι για εµένα µια παράσταση µε αρχή, µέση, τέλος, µε πρωταγωνιστές και κοµπάρσους µε ταπεινή κινησιολογία µέσα σε ένα ατµοσφαιρικό χώρο, µε λιβάνια και κρυστάλλινους φωτισµούς.
Το πάθος που διακατέχει τους ανθρώπους όταν κάνουν κάτι, η ένταση µε την οποία το υποστηρίζουν, είναι στοιχεία που κάνουν ένα καλλιτεχνικό έργο να εκπέµπει ιερότητα. Κινηµατογραφώ σκηνές ανθρώπων σε στιγµές καθηµερινές, σε στιγµές δηµιουργικές, που έχουν να µοιραστούν κάτι δικό τους, οργανώνω εγκαταστάσεις µε προβολές βίντεο. Εκεί, αντικείµενα και άνθρωποι µπλέκονται δηµιουργώντας µια κοινή δράση, συγχρονίζονται και επιδρούν µεταξύ τους.
Μπορείτε επίσης να δείτε:
Είδα και εθαύμασα
και κοινοποιώ με ευχές!