ΜΗΤΣΟΣ ΚΥΡΓΙΟΣ

 

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ

DSC04412                 

Τούτα τα ποιήματα είναι γραμμένα στις φυλακές Κορυδαλλού, και τα αφιερώνω στην Αθηνά. Τάγραψα από τον Ιούλη του 71 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 72. Και δεν ξέρω αν θάχω συνέχεια…

Δ. 

 

…Συνέχισα μέχρι τον Μάρτη του 73 και κανείς δεν ξέρει μέχρι πότε… 

 

Κραυγάζω άσχημα πολύ.

Πάρα πολύ άσχημα. 

 

…Τώρα που είμαι μόνος λέω να τα στείλω στο Γέρο-Διάβολο αλλά πάλι δεν ξέρω. 

Κορυδαλλός 15 του Δεκέμβρη το 73

2

ΜΗΤΣΟΣ ΚΥΡΓΙΟΣ   

Το έρεβος μιας ατέλειωτης νύχτας ξεδιπλωνότανε, οι φωνές χαμήλωναν και χάνονταν σε ψιθύρους, τα μάτια γλίστραγαν πάνω στα πρόσωπα, τα νευρικά δάχτυλα που στρίβανε και ασπρίζανε στις κλειδώσεις, κάποιος που περπατούσε ανήσυχος ανάμεσα στα τραπεζάκια λέγοντας βρισιές χωρίς συνοχή λες και απευθυνόταν σε όλους, εκεί ο Μητσάρας με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα τραπεζάκι  να κλαίει σιγανά, ενώ από το στόμα του τρέχουνε ξερατά με αλκοόλ και ανακατεύονται με δάκρυα…

Ο Μητσάρας, ο Κύργιος, τα μεθύσια του κι ο θάνατός του σ’ένα υπνωτήριο της οδού Αθηνάς…

Απόσπασμα από τα “Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία”

~0~

Σήμερα

Αν δεν μπορής να θυμηθής το χτες,

                  ζήσε σήμερα,

Αν δεν μπορής να παλαίψης για το αύριο,

                  ζήσε σήμερα,

αν όλα σου τα σχέδια η πράξη τα γελάση,

                  ζήσε το τώρα.

Μόνο μην κλείνεσαι στο τσόφλι σου

ούτε σκουλίκι νάσαι.

Πες πως είσαι μια χρυσαλίδα

π’ ο κύκλος της ζωής σου κλείνει Σήμερα.

Γράφτηκε τον Αύγουστο του 71 στην απομόνωση.

~0~

Ξέρω κάποιο παιδί

Ξέρω κάποιο παιδί που στα λουλούδια δεν κυλήθηκε,

ξέρω κάποιο αγόρι που με παιχνίδια δεν ασχολήθηκε.

                     Γιατί ο αγώνας τόπνιξε.

Ξέρω μια μάνα που τάματα δεν έκανε,

ούτε λαμπάδες, ούτε βιός, ούτε λιβάνι.

                       Μόνο οργής φωνές, μόνο κατάρες.

Ήξερα κάποια γωνιά

κάποιο σπιτάκι που οι

βασιλικοί, μίσους λουλούδια ήταν.

~0~

Πείραμα

 Σαν άκουγα τους φίλους

να μου μιλούν για έρωτες

το πρόσωπο έστρεφα αλλού και έφτυνα.

Σαν κοίταγα τη Νιότη

στα γιορτινά ντυμένη

να τραγουδά για τα μελλούμενα,

αηδία μ’ έπιανε.

Όμως …….

όταν στα μάτια αντίκρυσα

τα χίλια πρόσωπα ττου έρωτα

γονάτισα και σαν συχώρεση

το χέρι εφίλησα.

~0~

Το τραγούδι μου

Κάθησα σήμερα να δω

των περασμένων μου τες πράξεις.

Κρασί παλιό της Λησμονιάς

θέλησα νάχω μα του κάκου.

Την λύρα μου έσπασα

τραγούδια να μην πω

μα ο νους αδιάφορος

σε όλα τούτα τραγούδια είπε.

Κι όσο ο πόνος πιο βαθύς

τόσο μεγάλο ήταν το τραγούδι μου.

Τα δάκρυα έτρεχαν μα γω τραγούδαγα

το μέτωπο στήλωσα ψηλά κι αντίς για παρακάλι

τραγούδι είπα.

Είναι καιρός που των ερινύων τ’ όραμα

έπαψε πια να μου θυμίζη κάτι:

τώρα μονάχα τραγουδώ.

71, Γράφτηκε στην απομόνωση

~0~

Τώρα σιωπή

Βυθισμένος σε πέλαγα

απελπισμένης τύψης

κυνηγημένος απ’ τ’ άλικο ηλιοβασίλεμα

γίνουμαι σκόνη καιόμενης σάρκας.

Το καιρό που με το μπόι μου

μέτραγα τ’ άστρα

τον καιρό που από την Άνοιξη

έκλεβα το φιλί

             η φρόνηση έλειπε.

Όταν το περιβόλι τα γιορτινά φόραγε

σαν τους καρπούς του έδινε θυσία στους θεούς,

όμοιος με τον Κουρσάρο, Μαντίλα κόκκινη,

σπαθί στο χέρι και τους καρπούς εγεύομουν.

Τώρα σιωπή και έρεβος

τώρα θανατερή Γαλήνη και ερημιά.

Πουθενά φως, μόνο Σιωπή.

Πουθενά χάδι, μόνο του λύκου ούρλιαγμα.

Τώρα το τάραγμα της φύσης

δυνατότερο του θανάτου κάλεσμα.

Πηγάδι εντός άνοιξα και μέσα του

των περασμένων μου κριμάτων

τις φοβερές φωνές εβούλιαξα

         Τώρα Σιωπή.

                                                                                                                                            Του Νίκου

~0~

Ο φόβος

Αντίκρυ στο βουνό ο Ήλιος

διαγράφει την ματοβαμένη του πορεία

πιο κάτου τα παιδιά χοροπηδούνε στις φωτιές

παίζωντας τους μεγάλους.

Αντίκρυ σου σιμά σου

κοπέλες με τσίτινα ντύματα

καλωσορίζουν την τιμιότητα

φερμένη στ’ άντρα τα στήθια.

Κυτάς και θες να μπης στα παιχνίδια

θες να χορέψης μαζύ με το τσίτινο φόρεμα

τον αιώνιο χορό της Ανάμιξης των Φύλων.

Κι άξαφνα ο Φόβος.

Ο φόβος αγγίζει τα παιδιά

και το παιχνίδι νεκρωμένο

νεκρωμένο σταματά προτού καν αρχίσει.

Χουγιάζει τις ομορφιές

κι η γης όμοια με νεκροσάβανο

ντύνεται στη Σιωπή.

Χτίζει καγκελωτά παράθυρα

εκεί που βασιλόπουλο

ήταν το χαροκόπι.

Νεκρώνει πολιτείες, γκρεμίζει ναούς, ξεραίνει πηγάδια

και συ κυτάς….

Θες να φωνάξης, θες να πιαστής

στο χορό της πάλης και του θανάτου.

Όμως ο φόβος ντυμένος τη στολή του Δεσμοφύλακα

κρατώντας στα χέρια του ψωμί και ζάχαρι

σου διαφθείρει τη βούληση, σου διακορεύει τον αντρισμό.

Και λες Αύριο…..

Αύριο θάμαι πιο δυνατός.

Όμως σαν δης το πρόσωπο της βίας,

σαν ακούσης “προσοχή”

Νοιώθεις πως έγινες μικρός.

Την προστασία που σου αρνήθηκαν

οι Νόμοι την ζητάς στην κουβέρτα

την ζητάς στην σιωπή

Κι όλο λες αύριο…

Ντυμένος με το ρούχο του παληκαρά

λεβέντης λες πως είσαι

μα μόνο σαν κοιμάσαι, γιατί η ώρα σαν σημάνει

φωνή μεγάλη βγάζεις

και λες “ουκ οίδα”.

Περνώντας από δαιδαλώδεις διαδρόμους

κουβανάς απάνω σου τον φόβο σου

και κάτω σου την υγρασία σου.

Γίνεσαι σκόνη και διαβρώνεις

το μνημείο της παληκαριάς

γίνεσαι ψίθυρος που τον κουβαλάει ο αέρας

και διαβάλλεις τον Αγώνα.

Γίνεσαι τίποτα γιατί λες αύριο.

Αύριο θάμαι πιο δυνατός.

Γράφτηκε στην απομόνωση

Σαν έφυγα από την Ε.Σ.Α.

~0~

89 κελί       4η ακτίνα

Τα σύννεφα κυνηγάνε το φως

το φως μάχεται τις ώρες

οι ώρες παλεύουν με τη σιωπή

Η μέρα γίνεται αίμα

το αίμαι λεκιάζει το φως που γίνεται βροχή

και ντροπιάζει τις παπαρούνες

Η δύναμης γίνεται πέτρα

που μέσα της φωλιάζουν φωτιές

και γίνεται ορόσημο πάνω σε τάφους

Το σύννεφο κυνηγάει το φως

το φως μάχεται το σήμερα

το σήμερα παλεύει με το χτες

Τις ανεμώνες τις μαγεύει το φως

όπως τη μέλισσα το θυμάρι

όπως ένας κόκκος στάρι τα μυρμήγκια,

Το κακό την συνείδηση,

η θάλασσα τον ναύτη

η δύναμη το δειλό

και το πουλί το φίδι.

Ο ήλιος καίει την ξεχασμένη ανεμώνα

η μέλισσα πληγώνεται στου θυμαριού το μίσχο

το φίδι τρώει το πουλί

η θάλασσα το ναύτη

και το κακό σκοτώνει τη συνείδηση.

~0~

Ανοιξιάτικο

Απριλιάτικες νύχτες πνιγμένες

στο μεθυστικό άρωμα της μέντας

Ανοιξιάτικες μέρες που κάθε μια

έχει να σου πει μιαν ερωτική ιστορία.

Ερωτιάρικα ζουζούνια ζευγαρώνουν

κάτω από να μαγιάτικο τριαντάφυλλο

μεθυσμένα από τις μυρουδιές

που αποπνέει το βρεμένο χώμα.

Ξαπλώνω ανάσκελα και δέχουμαι

στο πρόσωπο τα φιλιά του αδερφού μου Αγέρα.

Γυρνώ μπρούμυτα και αφουγκράζουμαι την ανάσα

της Μάνας μου της Γης.

Γίνουμαι μήτρα που μέσα μου

κυλάει ζωοφόρο το σπέρμα του πατέρα μου του Ήλιου.

                       Και….

Γίνουμαι ποταμός αστήρευτος

που στα νερά μου κολυμπούν

Νύμφες ξευγαρωμένες με Σατύρους.

Του Γιώργου Θεδοσόπουλου

kyrjos

Ποίημα που έγραψε ο Μήτσος Κύργιος για τη Σουζάνα Μπάουσινγκερ, φυλακισμένη επίσης στον Κορυδαλλό το 1972 για αντίσταση κατά της χούντας.

Τι έμεινε απ’ την γενιά μου.

Κορμιά βαριά από τον μόχτο και τα χρόνια

μάτια αδύνατα από το κλάμα και την πείνα

είναι ότι έμεινε στους νέους της γενιάς μου.

Πρόσωπα οργωμένα απ’ τις ξουραφιές της κάκητας,

πληγιασμένα απ’ τις θύελλες του καιρού μας

είναι ότι έμεινε στους νέους της γενιάς μου.

Μυαλά τρυπανισμένα

απ’ το σκουλίκι της αμφιβολίας,

βουτηγμένα στους ατμούς του αλκοόλ,

μυαλά ζυμωμένα στο ψέμα,

μεγαλωμένα στην αμφισβήτηση,

είναι ότι έμεινε στους νέους της γενιάς μου.

Βρυκολακιασμένα πτώματα

μιας εποχής που μέτρο της είχε το αίμα

είναι ότι έμεινε στους νέους της γενιάς μου.

~0~

Αργά ξημερώνει εδώ….

Πόσο σκληρός στ’ αυτιά σου φτάνει ο ήχος της κλειδαριάς

που γυρίζει.

Πόσο μικραίνεις όταν μικρότεροί σου σε σπρώχνουν στην

σκοτεινή σου τρύπα, όταν σου λένε με το “συ”

αν πρέπει ή δεν πρέπει να μιλάς.

Ω τι φριχτό πούναι το θέαμα του ανθρώπινου κομπολογιού

για το βραδινό τάνισμα.

Της λαχανιαστής τρεχάλας για το βραδυνό ταχυδρομείο.

Νυχτώνει γλήγορα εδώ πολύ γλήγορα…

Γιομίζουν σκοτεινιά τα πρόσωπα, τα ρούχα, τα βιβλία,

τάνθια, τα πουλιά.

Πόσο σκοτεινή φαίνεται η μέρα σαν αφήνεται να γλυστρήση

πίσω από πανύψηλα τοίχια σαν αφήνεται, και γλυστράει

μέσα από σκοτεινούς υπονόμους.

Άσχημα ακούγεται η μουσική εδώ… πολύ άσχημα…

Φέρνει την αίστηση των ημερών που χάνονται,

Που χάνονται, του καιρού που αφήνει χάος.

Των αισθήσεων που πέθαναν που πρέπει να πεθάνουν.

Τίποτα δεν σ’ ενοχλεί, όλα σε νευριάζουν.

Αργά ξημερώνει εδώ, πολύ αργά…

Είναι που το φως φοβάται να φωτίση

Κορμιά που τα φλογίζει το μίσος.

Κορμιά π’ αρνήθηκαν το γονάτισμα πούπαν όχι στην υποτέλεια

Πούπαν όχι στον εξεφτελισμό του Ανθρώπου από τον Άνθρωπο

Αργά που ξημερώνει εδώ… πολύ αργά…

~0~

Τούτη η ντροπή

Άγνωστη είναι η μέρα που θα ξανάρθη φως

π’ αντάμα θε να δούμε να πλημμυράει ο κόσμος όνειρα.

Να πλημμυράει η μέρα πολύχρωμους σκοπούς

φερμένους με τους ήχους απόκοσμης ανάκρουσης.

Γίνεται τα μυρμήγκια να φοβηθούν την πείνα;

γίνεται να τρομάξουν οι τζίτζικες στον ήλιο;

Γίνεται νάμπης μέσα στου κόσμου τη σιωπή,

χωρίς ν’ αφήσης πίσω κομμάτι της ψυχής σου;

Γίνεται νάσαι δούλος χωρίς αφέντη

ή ψεύτης χωρίς το αντικείμενο του ψεύδους;

Στης σιωπής το κάστρο μόνιμοι κάτοικοί του

οι νυχτερίδες, οι αράχνες και τα φίδια.

Σιγά … και τόσο αργά όσο βαστάει της κλεψύδρας

τ’ άδειασμα, φτάνει μέχρι το μεδούλι η κρυάδα της εγκατάλειψης.

Σιγά, φεύγει σου η λαμπράδα αφήνοντας να σε τυλίξη

να σε γεμίση η σκουριά που αιώνες τώρα πλανάται

μαζύ με το αίμα σου στο εγκαταλειμένο κάστρο – το κορμί σου.

Άκουσε το κλάμα της νυχτερίδας

γίνε φίλος του φιδιού και της αράχνης

Δεν έχεις άλλους πια την μοναξιά σου να μοιράσης.

Διώξε μακρυά τα φάσματα της περασμένης σου ζωής

γίνε αδέρφι του φιδιού και κυνήγα τ’ αλλοτινά σου όνειρα.

Γίνε ένα μόριο της σκόνης και κάτσε σ’ ένα κομμάτι πανί

που η ιστορία του αρχίζει απ’ την εποχή του πρώτου σταυρώματος.

Άνοιξε τις φλέβες σου και με το αίμα σου

ράντισε τους τοίχους ξορκίζωντας τα φαντάσματα.

Φαντάσματα που κι εδώ έρχονται να σου θυμίσουν

ότι ο νους του ανθρώπου δε φυλακίζεται σε ψηλά τοίχια.

Τα καγκελωτά παράθυρα δεν εμποδίζουν την ψυχή,

ολόγυμνη να κολυμπήση στα Νερά της Νοσταλγίας.

Τούτος ο πόνος έρχεται πιο οξύς απ’ του ανακριτή το χτύπημα

Τούτη η ντροπή είναι πιο μεγάλη απ’ του χαφιέ το φτύσιμο.

Είναι η Ντροπή αντάμα με τον πόνο που νοιώθει ο άντρας

σαν μαύρα σαρκοβόρα όρνια ξεσκίζουνε,

τα πτώματα των πεθαμένων του ονείρων.

Κελλί 115, 31.1.1973

                                                                                                                                                                                                        

~0~

Καρδιά μου

Άγνωστος δρόμος φέρνει πάντα

το αίσιο τέλος της κάθε αγωνίας

η φανερή της όψης σου γκριμάτσα

κλείνει το αίσθημα της τραγωδίας.

Καρδιά, που κάθε χτύπος σου

αλέθει το καθάριο όνειρο και αίμα

σκληρή καρδιά, που στο προμάντεμα

της παγωνιάς παίρνεις τη δύναμη του Ατσαλιού.

Δειλή καρδιά, που ένας λόγος

κάποιο χάδι, σε κάνουν και λιγοθυμάς

σε κάνουν και ξεχνάς αυτά που έπαθες

ή πρόκειται να πάθης.

Καρδιά μου ευκολόπιστη, καλή καρδιά

έτοιμη να πιστέψης και να δώσης,

μακριά από την σκέψη την κακιά

μακριά από την προδοσία, μα πάντα

φτωχή, ασυλόγιστη και … προδομένη καρδιά μου.

 Δευτέρα 9 Απρίλη 73

Κελλί 115, Κορυδαλλός

Του Δήμου Κοεμτζή

~0~

Τι πρέπει σου

Από του δρόμου το λαχάνιασμα

μέχρι του τέρματος την νίκη

σε περιμένουν λάσπες κι αγκάθια.

Μην καρτεράς να γίνη φως

όταν μονάχος σου σιωπάς

του ριζικού σου τις φωνές.

Ανόθευτο ποτέ δεν μένει

του Ήλιου το πρώτο φως

κάτι στην μέση του θα μπη

που θα σπάση της ζωής το νήμα.

Μια πληγή κάποια βρωμιά

πούναι κληρονομιά σου

όπως το αίμα που κυλά στις φλέβες σου.

Σκιά, πληγή, βρωμιά

που για να φύγουν, πρέπει τους

πόλεμος και μόχτος, πρέπει τους,

Ολοκαύτωμα.

Τετάρτη 11 Απρίλη 73, Κελλί 115

 

~0~

Αγαπάτε

Μέτρο δεν έχω για να πω

πότε της γης πρέπει βροχή ή όχι

πότε του πρέπει του φονιά η ύστατη η κρίση

ή αν του πρέπει του Χριστού η θεϊκιά η ρήση.

“Αγαπάτε τους εχθρούς υμών”

Αγαπάτε… τον λύκο, τον ασβό, που νηστικούς αφήνουν

αυτούς που δεν φροντίσανε τ’ αμπέλι τους να φράξουν.

Αγαπάτε… το φονιά που μέσα του τού Κάιν μίλησε το αίμα

κι άφησε το σημάδι του στου αδερφού του το κορμί.

Αγαπάτε τους κυρίους σας που σας κουρσεύουν την χαρά

το βιος, και την τιμή σας γιατί εκειός το θέλησε

Γιατί “εκειός” απ’ το Σταυρό

λέει να συχωράμε ακόμα

κι αν μας μπήγουνε στο μάτι μας καρφί.

Ακόμα κι αν τα ρούχα μας

στην μοιρασιά τα βάνουν

ή πνίγουν μες το αίμα τους

καρδιές που θένε αλλαγή

καρδιές που θεν το δίκαιο.

Αγαπάτε…

Παρασκευή 13 Απρίλη 73, Κελλί 11

 

~0~

Βοήθεια………

Κύτα τη νύχτα που σιγοπέφτει

κύτα τα γιούλια τα γιασεμιά

για δες τ’ αγόρι που περπατάει

κι αυτό ζητάει κάποια αγκαλιά.

Δος μου το χέρι, πάρ’ το δικό μου

Κι ας ανεβούμε στον ουρανό

γίνε αστέρι γλυκό όνειρό μου

αστέρι λαύρο και φωτεινό.

Σήμερα η Κάκια με κυνηγάει

και ζω μιαν άχαρη μαύρη Ζωή,

γίνε τ’ αστέρι που θα μ’ οδηγάει

σε κήπους πράσινους και στην Αυγή.

Κηδεύοντας τ’ όνειρο

Ορθός μπροστά στον τάφο σου

τις ώρες μέτραγα αντάμα με το δάκρυ

ανήμπορος την λύση την πρεπούμενη

σαν άντρας νάχω.

Τι;

Δεν θα πάρω εγώ θώκο;

δεν θα μου δώκουν τάχα το στεφάνι;

 DSC04417

Πάνε πια 4 χρόνια που ο «Μητσάρας» βρέθηκε νεκρός σ’ ένα εγκαταλειμένο δωμάτιο στα Εξάρχεια. Ο θάνατός του οφειλόταν σε «υπερβολική κατανάλωση αλκοόλης».  Πολλοί είναι οι «επώνυμοι» που γνώρισαν τον ΜΗΤΣΟ ΚΥΡΓΙΟ στην ΕΣΑ, στον Κορυδαλλό, στις μεταχουντικές διαδηλώσεις… Όλοι τον αγνόησαν.  

Στις 29 Αυγούστου 1989 η συγκυβέρνηση της Ν.Δ. και του Συνασπισμού έκαψε ό,τι  είχε απομείνει από την ήδη θαμμένη ιστορία του.  

Τα λιγοστά αντίτυπα της ποιητικής συλλογής που είχε εκδώσει με την οικονομική βοήθεια κάποιων φίλων έχουν εξαφανιστεί, θαμμένα κι αυτά στις βιβλιοθήκες κάποιων που δεν τα έχουν καν διαβάσει. 

Μόνιμος λοχίας ο «Μητσάρας», υπηρέτησε στο στρατό στην Ελλάδα και στην Κύπρο, εφτά ολόκληρα χρόνια. Καταλαβαίνοντας το πραγματικό νόημα του στρατού τα παράτησε και, μην έχοντας άλλους πόρους, τόριξε στις μπούκες.  

Στη χούντα εξεγέρθηκε, πράγμα που του κόστισε μόνιμη αναπηρία απ’ τα βασανιστήρια, δυόμισυ χρόνια φυλακή και διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του. Λίγους μόλις μήνες μετά την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» ο μοναδικός γιος του πεθαίνει στα δεκαπέντε του από εγκεφαλικό.  

Ο Μήτσος αρνείται κατηγορηματικά να χρησιμοποιηθεί από τους πρώην συγκρατούμενούς του- τώρα πια βουλευτές και υπουργούς. Συμμετέχει σ’ όλες τις διαδηλώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και ιδιαίτερα των Αναρχικών.  

Στην απεργία των οικοδόμων το 1976, στο Πολυτεχνείο το 1980, οι μπάτσοι τον ξυλοκοπούν με λύσσα. Το 1982, με τον σοσιαλισμό, κάποιο βράδυ οι ασφαλίτες τον απαγάγουν μ’ ένα αυτοκίνητο και τον παρατάνε αιμόφυρτο, μισοπεθαμένο στην Πλατεία Κάνιγγος απ’ όπου τον μάζεψαν κάτι περαστικοί. 

Ο «Μητσάρας» ήταν ένας από τους τέσσερις που σήκωσαν στους ώμους τους το φέρετρο του αδικοσκοτωμένου γιατρού Βασίλη Τσιρώνη και κυνήγησαν τους παπάδες που πήγαν να βεβηλώσουν τον τάφο. 

Το παρακάτω απόσπασμα των πρακτικών της δίκης του Μήτσου Κύργιου, στις 20, 21 και 22 Γενάρη ’72, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθήνας, δημοσιεύτηκε το Μάρτη του ’72 στο  δεύτερο τεύχος του παράνομου δελτίου «ΠΑΚ-Ειδήσεις». Συγκατηγορούμενοί του ήταν οι: Βαλυράκης Ιωσήφ, Κυριαζής Ιωάννης, Καραγιώτας Ζαχαρίας, Σπηλιόπουλος Σπυρίδων, Νικολόπουλος Βασίλειος, Χρυσάφης Ιωάννης και Λενέτης Ιωάννης.

 

~0~

ΚΥΡΓΙΟΣ: Εδώ με κάνανε Αλ Καπόνε. Έχω ένα παρελθόν για το οποίον ντρέπομαι. Ως πότε όμως θα με καταδιώκει το παρελθόν μου; Ήμουν κλέφτης. Τώρα όμως είμαι υπερήφανος γιατί δεν σας αντιμετωπίζω σαν κλέφτης. Παλιά ήμουν μόνιμος λοχίας. Όταν βρέθηκα στη φυλακή και συνάντησα τον Αρχάκη ντράπηκα για την κατάντια μου. Εγώ κλέφτης, εκείνος για πολιτικά αδικήματα. Με έφτυσε όταν έμαθε πού είχα καταντήσει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στην ΕΣΑ άλλα είπες σχετικά με την γνωριμία σου με τον Αρχάκη.

ΚΥΡΓΙΟΣ: Στην ΕΣΑ είπα πάρα πολλά για να μ’ αφήσουν να κοιμηθώ. Μου είπαν: «Κύργιε, αυτά θα πης». Και τους απάντησα: «Γράψτε ό,τι θέλετε. Γράψτε ότι σκότωσα και τη μητέρα μου. Αφήστε με όμως να κοιμηθώ». Κόλαση ήταν η ζωή μας εκεί. Γι’ αυτό και δεν ακούω καλά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο Αρχάκης σου έδωσε συνταγή για βόμβες να την δώσης στον Κυριαζή;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πήγες να ρίξης κροτίδες στο ΡΕΞ;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Όχι. Ίσως δεν πήγα επειδή δεν μου έδωσαν. Άλλο όμως πρέπει να με ρωτήσετε κ. Πρόεδρε: «Θα πήγαινες να ρίξης Κύργιε αν σου έδιναν κροτίδα;» Θα πήγαινα, κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ αλλοιώτικα τα λες εδώ.

ΚΥΡΓΙΟΣ: Στην ΕΣΑ είπα ό,τι ήθελαν. ΄Ηταν εκεί ο Παπαφιλίππου…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ κάποιος μας είπε ότι ο Παπαφιλίππου ήταν γλυκομίλητος.

ΚΥΡΓΙΟΣ: Ναι, βέβαια. Σκέτο μέλι ήταν αυτός. Τα πρωτοπαλλήκαρα ήταν εκείνα που βαρούσαν. Ο Παπαφιλίππου μας έλεγε συνεχώς: «Πες αυτό Κύργιο να σε σώσω, πες το άλλο να σε γλυτώσω». Και ένα Σάββατο μου λέει: «Σε αφήνω τώρα και θα τα ξαναπούμε την Δευτέρα». Αυτό σήμαινε ορθοστασία ως τη Δευτέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και για τον Κυριαζή τι λες;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Στον υπόκοσμο που με κατατάξατε, κ. Πρόεδρε, έχουμε δύο προτερήματα. Δεν είμαστε αχάριστοι και αναγνωρίζουμε το καλό. Και εμένα ο Κυριαζής με έκανε άνθρωπο. Μου βρήκε δουλειά. Με έκανε τίμιο. Και γιαυτό του χρωστώ ευγνωμοσύνη. Με έκανε να μη σας ντρέπομαι τώρα που σας μιλάω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και θα έρριχνες κροτίδες αν σου το ζητούσε;

ΚΥΡΓΙΟΣ: ΝΑΙ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γιατί;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Για τον ίδιο λόγο που ρίχνουν όλοι. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται που σας το λέω αυτό εγώ, θα έρριχνα για την Δημοκρατία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την Δημοκρατία, την υπηρέτησες;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Αν πιάνονται τα εφτά χρόνια που υπηρέτησα ως μόνιμος αξιωματικός την πατρίδα, τότε ναι, την υπηρέτησα την Δημοκρατία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την πατρίδα υπηρέτησες.

ΚΥΡΓΙΟΣ: Για μένα Πατρίδα, Ελλάδα και Δημοκρατία είναι το ίδιο…

ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Αν υπηρετούσες στον στρατό μετά την 21η Απριλίου θα έλεγες σήμερα τα ίδια πράγματα;

ΚΥΡΓΙΟΣ: Δεν θα υπηρετούσα. Μόλις έγινε η δικτατορία, θα παρητούμην.

Πηγή εφημερίδα: Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ, Δελτίο πληροφόρησης

Αθήνα, 26 Σεπτέμβρη 1989, τεύχος 24 

 

 

 

Ένα σχόλιο »

  1. Συγκινήθηκα με την αναφορά στον Μητσάρα.Εγώ ήμουνα πιό μικρός, αλλά μου είχαν πεί την ιστορία του και τον γνώρισα. Θυμάμαι, κάποια στιγμή στη γιορτή του Πολυτεχνείου το ΄80 νομίζω, ήτανε μαζί με τον Άσιμο και είχαν ένα τραπεζάκι. Τους ¨την πέσανε¨με πολύ ξύλο για να τους διώξουνε αρκετοί κνίτες,οπότε τονε πήρα από κεί σχεδόν με το ζόρι τραβώντας τον για να μη φάει άλλο ξύλο (ο Άσιμος, μεθυσμένος κι αυτός φώναζε ¨και σύ με πουλάς ρε Μήτσο?»), και τον πήγα απέναντι στο υπόγειο καφενεδάκι. Εκεί του είπα -ήτανε λιώμα από το κρασί-, ρε Μήτσο, δεν θυμάσαι την κόκκινη σημαία με το αστεράκι? Πώς κατάντησες έτσι? Το μάτι του Μητσάρα αγρίεψε.¨Εγώ το αστεράκι τόχω ΄δώ μέσα ρέ! Αυτοί χαθήκανε όλοι! όχιεγώ!¨ και έκλαψε με αναφυλλητά μέσα στο μεθύσι του… Θαν.

  2. Με τον Μητσάρα περάσαμε μερικούς μήνες μαζί στον Κορυδαλλό. Τον έβλεπα κάπου κάπου και μετά την δικτατορία. Μήπως κατά τύχη σας βρίσκεται ένα ποίημά του που αρχίζει με τις λέξεις ‘’μη μου μιλάς ρε συ Μανόλη … ‘’; Αν ναι θα ήθελα πολύ να μου το στείλετε.
    Ευχαριστώ
    Γεράσιμος Νοταράς

    • Μην μου μιλάς βρε συ Μανώλη

      Μην μου μιλάς για γέλωτες
      τι είναι το στόμα μου πικρό
      και η ψυχή μου μαύρη
      ……………………………..

      Και κουβαλώ στους ώμους μου
      μιας γενιάς τα κρίματα,
      κι αντάμα τις κατάρες της.

      Και κουβαλώ στο στόμα μου
      όσες βρισιές δεν πρόκανα να πω
      κσι στην ψυχή μου κουβαλώ όσες
      γροθιές δεν πρόκανα να δώκω.

      Μην μου μιλάς βρε συ Μανώλη
      για της συγχώρεσης την άγια την στιγμή
      όσο θωρώ τα στίγματα που στο,

      κορμί σου αφήκαν τα δόντια
      των τυρράνων, δύσκολο είναι μα,
      το θιο συχώρεση να δώκω.

      Στον Μανώλη Καραπιπέρη
      τον «ΑΒΕΛ» από τον «ΚΑΪΝ»

  3. Ευχαριστώ πολύ για το ποίημα. Ο Μανόλης, του οποίου το ‘’καλλιτεχνικό’’ όνομα στη φυλακή ήταν ο ‘’Αλαίν Ντελόν της Αντιστάσεως’’ ήταν ένας από τους ‘’κολλητούς’’ του Μητσάρα.
    Γ. Ν.

  4. Θυμάμαι τον Μανώλη Καραπιπέρη μαζί με τον Μητσάρα στο ουζερί του Απότσου στην Πανεπιστημίου, όπου συναντούσαν την παρέα του Κορυδαλλού: το Γιώργο Θεοδοσόπουλο, την Πένυ και τη Χριστίνα Αγριαντώνη, το Διαγόρα Χρονόπουλο και άλλους πρώην συγκρατούμενους. Πρέπει να ήταν το 1973 και 1974.

  5. Παράθεμα: Στο Μπραχάμι μιας άλλης εποχής…Μήτσος Κύργιος – imaginistes

Σχολιάστε