Category Archives: ΤΡΥΠΑ NON STOP!

Η νύχτα που κλείσανε την ΕΡΤ

Standard

του Λευτέρη Κάρκα

310639542_612563670562343_9031663738764232679_n

φωτό: Γιάννης Μισουρίδης

Τη νύχτα που κλείσανε την ΕΡΤ δούλευα νυχτοφύλακας σε μια καντίνα στην Κινέττα. Η Χειρότερη δουλειά που  ́χω κάνει αλλά δεν υπήρχε και τίποτ’ άλλο κι αυτή παρακαλώντας την πήρα. Το βράδυ η μοναξιά και η στενοχώρια μεγεθύνονται επί δέκα, ένας θεός ξέρει τι πατέντες πρέπει να κάνεις για να σπρώξεις τις ώρες. Δε βαριέσαι εδώ είχε διαλυθεί το σύμπαν, να λέμε κι ευχαριστώ. Είχε πάει δύο τα ξημερώματα, ήταν ήσυχη βραδιά, δεν ήρθανε ρωσοπόντιοι και γύφτοι. Αυτές οι δύο φάρες κάνανε την πιο πολλή ζημιά. Την παραλία την αφήνανε ένα μπουρδέλο: κουτάκια μπύρες, σακούλες από σουβλάκια, πλαστικά μπουκάλια, αλουμινόχαρτα, κέρατα…

Τα καθέκαστα για το μαύρο στην ΕΡΤ τα έμαθα γύρω στις δώδεκα που άνοιξα το ραδιοφωνάκι. Είχα τ’ αυτί μου τεντωμένο και προσπαθούσα να καταλάβω πού το πάνε. Οι δημοσιογράφοι σε όλους τους σταθμούς ακούγονταν αναστατωμένοι. Πλάκα έχει να μας κοτσάρουνε καμιά χούντα να τρέχουμε, σκέφτηκα. Είδα τα φώτα απ ́ τη γωνία στο στενό που κατέβαινε στην παραλία. Δεν έδωσα σημασία, όλο και κάποιος πέρναγε. Το αυτοκίνητο βγήκε στον παραλιακό δρόμο, τσούλησε αργά και τελικά πάρκαρε πίσω από την καντίνα. Ποιος διάολος να ‘ναι τέτοια ώρα. Ακούω την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει, τέσσερα- πέντε βήματα τριζάτα στα χαλίκια και να σου ο κυρ – Μανώλης. Παλιός φίλος του πατέρα μου από την πρώτη τετραετία, κάποτε κονομημένος. Διάφορα πάρε- δώσε με το κράτος, έκανε και τον αθλητικό παράγοντα, είχε κάτι άκρες στις λαϊκές, βόλευε κόσμο. Μέσα στα πράματα δηλαδή.

Τελευταία όμως οι δουλειές δεν πηγαίνανε καλά. Την είχε την επιχείρηση βέβαια, αλλά κάτι ακάλυπτες επιταγές, κάτι δουλειές με την κυβέρνηση που δεν του βγήκανε, είχε πάρει την κάτω βόλτα. Αξύριστος, με τα ίδια ρούχα συνέχεια και με μια κακοσυντηρημένη Μερσεντές δεκαετίας να του θυμίζει τις παλιές του δόξες.

«Δεν έχω ύπνο ρε Λευτέρη, ήξερα πως είσαι  ́δω, ήρθα να τα πούμε. Έχεις καμιά μπύρα;»

– Μπύρα όχι γιατί θα με πάρει ο ύπνος, αλλά ένα φραπεδάκι σπαστό το κερνάω. «Ας είναι», λέει.

«Ξέρεις, άμα ήμασταν εμείς πάνω δεν θα γινότανε αυτό. Εντάξει, είχε παραπάνω υπαλλήλους η ΕΡΤ, αλλά κι αυτοί οικογένειες έχουνε να θρέψουνε. Τι κόβεις έτσι το μεροκάματο ρε του κόσμου; Έτσι θα νοικοκυρέψεις το κράτος; Εμείς παλιά, ναι, τα μαγειρεύαμε κάπως, βγάζαμε λεφτά αλλά τα μοιράζαμε.Έφαγε με μας ο αγρότης και ο δημόσιος υπάλληλος γλυκό ψωμί! Δηλώνανε λέει παραπάνω στρέμματα οι περιβολαραίοι. Ε, ας δηλώνανε ρε μαλάκα, τα λεφτά που παίρνανε τα ξοδεύανε. Έμπαινε χρήμα στην αγορά. Κι αφού ρε πούστηδες κι εσείς τρώτε και το ξέρουμε, γιατί τρώτε μονάχοι σας και δεν δίνετε δουλειά στον κόσμο; Εγώ όταν ήμουνα με τον Κίμωνα στις Λαϊκές γυρνάγαμε και κοιτάγαμε τις τιμές αν είναι εντάξει, αλλά την άδεια δεν την πήραμε από κανέναν». Έκανε μια παύση κι έπειτα: «Αυτό είναι η Δεξιά παιδί μου, να τρώνε μονάχα τα κεφάλια. Για τον λαό τίποτα…»

– Ποιον Κίμωνα κυρ- Μανώλη;

«Τον Κουλούρη. Όταν είχε το Υπουργείο Ανάπτυξης κάπως βολευόμαστε. Κανείς δεν είχε παράπονο. Την ήξερε ο άνθρωπος τη δουλειά, όχι σαν κι αυτούς τους μαλάκες. Αλλά τόνε περιλάβανε τα κανάλια κι αυτόν, τον πολεμήσανε. Λαϊκιστής λέει και παλαιοπασόκος και ρουσφέτια και τα τέτοια. Άι σιχτίρ! Καλά έκανε ρε! Αλλά φταίμε κι εμείς,να το παραδεχτώ. Όλο στη διάσπαση. Ο Βενιζέλος να φάει την καρέκλα του Γιωργάκη, ο Λοβέρδος τα δικά του, σε λίγο θα έχει το κόμμα δέκα κεφάλια. Άμα βουλιάζει η βάρκα… Πριν κάνα χρόνο ήμαστε μαζί με τον Κουλούρη και κάτι άλλους συντρόφους και τα πίναμε κάπου κοντά στα Γραφεία. Του λέω, ρε Κίμωνα κάνε κάτι γιατί όλο στραβά πάει με το κράτος, τι θα γίνει θα με κλείσουνε; Τι να σου κάνω μου λέει δεν είμαι πια στα πράγματα, δεν με υπολογίζουνε. Τον πήρε το παράπονο: Εμένα, εμένα που έφτιαξα το κόμμα μαζί με τον Αντρέα. Που ήμουνα τόσα χρόνια στην Κεντρική Επιτροπή, πάντα στην πρώτη γραμμή. Οι κωλοεφημερίδες και τα κανάλια με φάγανε. Κι έπειτα γίναμε κι εμείς στο κόμμα από δυο χωριά. Από το κεφάλι βρώμαγε το ψάρι σύντροφε. Ο Γιωργάκης άμα δε λεγότανε Παπαντρέου ούτε για κλητήρας δεν θα πήγαινε. Αυτός πάει να μιλήσει και μπερδεύεται. Μ ́αυτόν θα ρίχναμε τη Δεξιά; ή με τον άλλο τον χοντρό τον Πάγκαλο; Σε λίγο θα πρέπει να συγκυβερνήσουμε και με τους άλλους, μπας και κρατηθούμε.

– Ντάξει ρε σύντροφε, πού θα πάει θα πέσει η Δεξιά, θα ξανάρθουμε πάνω.

– Αμήν Μανώλη, φεύγω τώρα πάω να πάρω την κόρη μου απ’ το φροντιστήριο.

– Ναι Κίμωνα του λέω, κι άμα μπορέσεις να βοηθήσεις με τίποτα δουλειές πες καμιά κουβέντα, εγώ πάντα βοήθαγα το κίνημα…

Αλήθεια. Και γραφεία διέθεσα για εκλογικό τμήμα, όταν μπορούσα, και στην τοπική τους έκανα τραπέζια, να μην το παινεύομαι Λευτέρη αλλά πάντα μπροστάρης ήμουνα σ’ αυτά. Ξέρεις πόσες φορές τους ξελάσπωσα; Τη ζωή μου ολόκληρη έδωσα για τον Αντρέα και για το κόμμα. Τέλος πάντων. Την άλλη μέρα είδα στην τηλεόραση τι έγινε στη Βουλιαγμένης. Πέρασε κάτι φανάρια με κόκκινο, τον σταματήσανε κάτι έγινε κει πέρα και τον τραβάγανε στο τμήμα. Ρε, τον πρώην υπουργό να τον τραβάνε μέσα ρε; Είναι κράτος αυτό; Παλιομπασκίνες, πιτσιρίκια ήτανε, οι πατεράδες τους κάνανε ζωή χαρισάμενη με το ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτοί είναι άπιστοι Θωμάδες, πάνε όπου γύρει η Λαμπρή. Τον πήρα τηλέφωνο καμιά βδομάδα μετά να δω τι κάνει, μη λέει ότι τον παίρνω μονάχα στην ανάγκη. Καλά ρε σύντροφε του λέω, γιατί δε ζήταγες μια συγγνώμη να τελειώσει το θέμα; Υπουργός ήσουνα, γνωστό το πρόσωπό σου,θα σ ́ αφήνανε.

– Δεν έκανα τσαμπουκά, ρε Μανώλη, αλλά θέλανε να μου κάνουνε αλκοτέστ. Λέω εντάξει να κάνουμε. Πάω να φυσήξω και ακούω έναν από δαύτους να λέει κάτι εξυπνάδες για μένα. Ήμουνα και φορτωμένος από πριν, ε, άι γαμήσου τσόγλανε λέω μέσα μου, πετάω το αλκοτέστ, ξέρετε ρε ποιος είμαι γω τους λέω, μπαίνω μέσα στ’ αυτοκίνητο και κάνω να φύγω. Αυτός ο βλάκας ο μπάτσος πετάχτηκε μπροστά μου, τον σκούντηξα λιγάκι με τον προφυλαχτήρα κι έκανε σαν να τον πάτησα. Μετά πέσανε πάνω μου και με θέλανε να μου κάνουνε μήνυση. Όλη τη νύχτα με τραβάγανε. Σα να ήμουνα εγκληματίας. Ούτε στη χούντα να είμαστε. Ε, το πήρανε τα κανάλια και το κάνανε θέμα.

– Και τι είπανε ρε Κίμωνα και νευρίασες έτσι;

– Τι είπανε;; Να λέει κοίτα, σήμερα δε φοράει eyeliner! Τ’ ακούς; Τα κωλόπαιδα..»

Λευτέρης Κάρκας. Ιούλιος 2020, Νέα Υόρκη.

257951943_10226396890173316_8693049452268038600_n

φωτό: Γιάννης Μισουρίδης

Βιογραφικό σημείωμα :

Ο Λευτέρης Κάρκας γεννήθηκε το 1979 στα Μέγαρα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Αθηνών. Εργάστηκε ως υπάλληλος στο οικογενειακό παντοπωλείο, ως κτηνοτρόφος, ως κοινωνικός λειτουργός στον χώρο της αποασυλοποίησης, ως νυχτοφύλακας και ως συλλέκτης παλιοσίδερου (σκραπ). Από το 2013 ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην ΤΡΥΠΑ.

Ο Σταύρος Αντωνίου προλογίζει…

Standard

Στον κύριο Νίκο Θεοδοσίου

(εντός που τομίδιου/ λευκώματος «Μηχανοκρατία», πρώτος τόμος στην νέα σειρά του περιοδικού και των εκδόσεων ΟΜΠΡΕΛΑ, ζωγραφική Ρίτα Νικήτα και ποίηση Μάκης Αποστολάτος. Πρόλογος, για το ζωγραφικό μέρος, από τον Σταύρο Αντωνίου γραμμένος τον Ιούνιο του 1983). Ο τόμος κυκλοφόρησε (μάλλον) και αυτός το 83 και είναι σπάνιος.

Μπορεί ένας σημαντικός πεζογράφος που λάτρευε τους Μπιτ της Αμερικής και τους Μπιτνικούς οπαδούς τους σε όλο τον κόσμο, χωρίς να τους αντιγράφει, έχοντας μόνο επιρροές απ’ αυτούς, αλλά ως κάθε γνήσιος Δημιουργός, έσπασε τις φόρμες και υπηρέτησε μια τέχνη εντελώς προσωπική/ πρωτοποριακή, ανασυνθέτοντας τον Νεορεαλισμό με το φανταστικό, το επαναστατικό, το φευγάτο και με την άδικα θεωρούμενη περιθωριακή τέχνη, στην Ελλάδα του 70 έως τα μέσα του 90. Γνωστός μόνο σ΄ ένα περιορισμένο αριθμητικά κοινό, σε μια μικρή χώρα, αγνοημένος από τα ενταγμένα ΜΜΕ να προλογίζει την δουλειά μια Ελληνίδας, φουτουριστικού δόγματος, ζωγράφου που έδρασε και στην Αμερική και στο Παρίσι, και  δεν πέρασε απαρατήρητη από τον εκεί τύπο, – έστω και το περιθωριακό/οργισμένο/επαναστατικό, -εκατομμύρια πιο πολλά μάτια, εκατομμύρια πιο πολλές ψυχές, εκατομμύρια πιο πολλές κοινωνίες -ασχέτως αν το λεύκωμα στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από την περιθωριακίζουσα αλλά σοβαρή, για την θεματολόγια της,  Ομπρέλα του εκλιπόντα το 2010 Μάκη Αποστολάτου; (Με άκρως περιορισμένο αλλά φανατικό κοινό). Φυσικά και ναι.

 Γιατί ο Σ. Α ήταν ένας μη κανονικός άνθρωπος, για να επικαλεστώ και τον φιλόσοφο εκ Γαλλίας Φουκώ και το ομότιτλο πόνημά του. Και ένας μη κανονικός για την νόρμα, αν είναι Ποιητής με την παλιά  έννοια, μπορεί τα «πάντα» και πληρώνει το κόστος – πάντα- με την σύγχρονη, έχοντας καταφέρει τα «πάντα» και μόνο κάποιοι ιδεολογικοί συνωμότες μπορούν να το αναγνωρίσουν,  και αυτό όσοι δεν είναι εγωκεντρικοί. Αλλά οι προικισμένοι άνθρωποι – δημιουργοί οφείλουν να είναι γενναιόδωροι, χωρίς να ασφαλιστούν ποτέ και πουθενά. Και φυσικά να αλληλοβοηθούνται.

Ο Σταύρος Αντωνίου, ως προς την καταγωγή (τουλάχιστον την σύγχρονη) ήταν αστός, με όλα τα καλά και τα κατά που χρεώθηκε, κράτησε τα καλά και αποτίναξε από πάνω του τα κακά. Την σεμνοτυφία του λόγου χάρη. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος, που διεκδίκησε το δικαίωμα της ισοτιμίας στην προσωπική του ζωή, ζώντας επικινδύνως, γιατί στην ομοφυλοφιλία τίποτα δεν είναι όπως παρουσιάζετε ευρέως. Τα τσόλια καραδοκούν. Και οι ομοφυλόφιλοι πληρώνουν ακριβό τίμημα από τους λαϊκούς ανθρώπους που υπερασπίζονται με πάθος – και από τα τσόλια που θεοποιούν. Ταυτόχρονα επαναστάτης, που έδρασε στην περιοχή του κέντρου και στα Εξάρχεια. Και τα επαναστατικά αναρχοαριστερίστικα κινήματα και το δυναμικό τους, δήλωναν αλληλεγγύη αλλά επί του πρακτέου αλλιώς φέρονταν. Περίπου ίδια συμπεριφορά με τους Σταλίνες.  Εποχές όμορφες άλλα και δύσκολες. Και ύστερα λιθοβολούν τον αυτόχειρα,- τον κάθε είδους αυτόχειρα – ως αδύναμο. Για ευάλωτο χαρακτήρα και για καταφυγή στα χάπια. Γιατί κάποιοι δεν έχουν περιθώρια ούτε σ’ αυτό που αποκαλείται περιθώριο. (Το Αμφί και το Κράξιμο, το Ιδεοδρόμιο, η Τρύπα, η Χιονάτη, η ΑΚΟΕ ως ανθρωπιστικό κίνημα, και κάποια άλλα ελάσσονος αναγνώρισης, καθώς και τα πρώτα pride στο Λόφο του Στρέφη, ρομαντικοί παραβάτες, χαρακτηρισμένοι από τότε ως Flamer). Αλλά ξεχνάν ότι οι Flamer κρατάν την αθωότητα ευσυνείδητα χωρίς όμως να έχουν αγνοία για το χυδαίο που επικρατεί. Τάλε κουάλε όλοι οι συμπαίκτες μεταξύ τους. Η τέχνη και η προσφορά φάρμακο και φαρμάκι.

Ο Σταύρος Αντωνίου μπορούσε. Μπορούσε να εξηγήσει ακόμα και την Μηχανοκρατία. Μπορούσε να εξηγήσει το μεταμοντέρνο. Γιατί ήταν άρτια μορφωμένος, αριστοκρατικά μεγαλωμένος, αλάνι από πεποίθηση, άρα μες στην ουσία της ζωής. Με γερές βάσεις ως προς το κλασικό. Στην ζωή του και στην Τέχνη του. Και για να γράφεις για το μοντέρνο πρέπει να ξέρεις το κλασικό. Πάντα.

Η Ρίτα Νικήτα, με γερές κλασικές γνώσεις πάνω στην ζωγραφική, με δάσκαλο τον Λουκίδη κλασικό ζωγράφο θεμελίωσε την ζωγραφική της και άνοιξε μια νέα ζωή προς την ανανέωση και τα σχήματα της «Μηχανοκρατίας» αλλά και γενικά, παίρνοντας μαθήματα αρχής δεδομένης από τον Γιώργο Τούγια. Αδέρφια μακρινά που είπαν ΟΧΙ όταν έπρεπε. Χωρίς να να γίνουν κλισέ και να αφεθούν στην λογικοποιημένη παράνοια του κοινωνικού συνόλου. Με ποιο τρόπο; Μα φυσικά με την Τέχνη τους. Ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Πάντα ο καθένας από την σκοπιά του, για ένα κοινό στόχο όλα τα μακρινά αδέρφια. Ποιον στόχο όμως; Κάποια εξευγενισμένη άμυλα. Που οι έξω από το μαντρί άνθρωποι την έχουμε ανάγκη, άσχετα αν τώρα ποια δεν την συναντάς εύκολα.

Κορωπί Αττικής

12/3/21 Απόγευμα  

Οι καμπινέδες, που κυρίως βάλαμε τα κλάματα παρά ήπιαμε

Standard

(επειδή την αντρική ηθική τη θυμόμαστε από κάποιους πεθαμένους μπαρόβιους)

Όπου και αν ζήσαμε, από το σικ έως το λούμπεν, όπου και αν πήγαμε από το τρέντυ έως το εξειδικευμένο, ένα πράγμα μας έμεινε, οι καμπινέδες. Που πιο πολλές βάλαμε τα κλάματα παρά ήπιαμε.

Τι αν και οι σύντροφοι μας, αυτοί του κιλού,  κυκλοφορούσαν με κάμπριο και ανοιχτό πουκάμισο για να είναι ασορτί. Υπερτερούσαμε σε όλα. Τι και αν τα συντρόφια το χασισιού, πριν το χασίσι δεν κάνει, έβριζαν την κάθε Πέττυ, που ως Κύρια της καύλας, τίμησε το τίτλο της. Με πειραγμένα βυζιά και κώλο. Σαν την Αλίκη, τον πιο παρεξηγημένο άνθρωπο της σόου μπιζ. Και με ένα προηγούμενο γκόμενο, τον πιο γαμάτο σόου μεν, τον Βλάσση, αν και όχι ιδιαίτερα προικισμένο ροκ μεν και ηθοποιό. Ήταν όμως η χαρά της ζωής. Σε όλα. Μέχρι το τέλος. Και γαμπρός της σούπερ γούμαν Ζωίτσας Λάσκαρη, που πολλοί δεν την πήγαιναν λόγω αθυροστομίας, αλλά πάμπολλοι τη γούσταραν, και η αρτίστα μέχρι και την κορόνα της Σταρ είχε τσακώσει,  τι και αν έπεφτε από τη μέση και πάνω (σαν το τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα, λίγο στο ανάποδο) πάνω στα τραπέζια στα μαγαζιά της Μυκόνου, λόγω υπερκατανάλωσης αλκοόλ και κόκας.

Αλλά χρυσά μου, το μόνο πρόβλημα στις ουσίες το δημιουργεί η  φούντα. Αυτή σε τρέχει και για αυτή τρέχεις. Και αν αποφασίσεις να πεις ότι διεκδικώ τη ζωή μου, θα πίνω μόνο πρέζα και ούζο, πριν το αρχικό νούμερο στην ηλικία μου γίνει 4, θα την δεις όπως ποτέ άλλοτε ξανά και θα σου προσφέρει τέτοια ικανοποίηση, που υπερτερεί ακόμα και αυτής που θα δεις στο όνομά σου σε τυπωμένα περιοδικά. Και θα απορείς. Εγώ είμαι αυτός; Και με τόσο σοβαρό τρόπο; Ένα παιδί από το χωριό που μόνο κακά λόγια έλεγαν για μένα;

 Άλλα έχουμε μπροστά το 4 και πάμε γι΄ άλλα. Ίσως λιγότερο ικανοποιητικά και ενδεχομένως το ίδιο ισχυρά. Τι κι αν υποσχεθήκαμε στα γκομενικά μας, που εκτός ότι έφυγαν νωρίς, έχασαν κάθε σφριγηλότατα προσώπου, ότι εμείς θα την κρατήσουμε και ας μη ξέρουμε τι θα την κάνουμε. Άστεγοι και μόνοι. Περιπλανώμενου συναισθήματος δηλαδή αλήτες.

 Και ας βάζουμε τα κλάματα όπως κάποτε στους καμπινέδες. Και ας μην είπαμε τίποτα σε κανέναν, ποτέ. Αλλά οι λέξεις στα μπαρ πρέπει να ηχούν αλλιώς. Όχι όπως ηχούν τώρα. Χωρίς ουσιαστική ηχώ. Σαν τα φιλιά μέσα στ’ αμάξια, ενδεχομένως έξω από κωλόμπαρα. Και οι πουτάνες να μη δίνουν σημασία, όπως κανένας πούστης πατέρας, καμιά πουτάνα μάνα, κανένας πουτανοπούστης  δεν έδωσε σημασία, ούτε τον λόγο σ΄ εμάς πέρα από βρισιές και προσβολή προσωπικότητας.

 Έστω και αν εμείς μπορέσαμε μόνο για τους εαυτούς μας. Χρόνια πριν γίνει ο κόσμος υπόκοσμος και διάκοσμος. Που πάντα την είχαμε ψυλλιαστεί πού πάει το πράγμα. Γιατί από μωρά ψυλλιαστήκαμε το ποιος είναι και τι με τραβά. Ακόμα και για κάποιους που έγιναν κάποιες. Σαν τη Μάρθα, κατά κόσμο Βαγγέλη, που λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και της συντηρητικής οικογένειάς μου, δεν τη χάρηκα όσο θα ήθελα. Και τα χρόνια της πολύ λίγα, μόνο 26. Και τα χρόνια μου ακόμα πιο λίγα, 15. Και τη σφάξανε έξω από τον τότε Συνασπισμό της πλατείας Κουμουνδούρου, χωρίς την προστασία των μπάτσων που φρουρούν ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, που στην πόρτα του την έφαγαν. Και όπως όλες οι αρτίστες, κηδεία σαν αυτές των χασικλήδων. Γιατί ήταν η ντροπή. Με ελάχιστο κόσμο. Και το κηδειόσημο έγραφε τα αντρικά της στοιχεία.

 Σαν τότε που εμείς και εμείς κλεινόμαστε στις τουαλέτες τοπικών μπαρ για καμιά μυτιά. Αλλά οι χασικλήδες έχουν την καταγέλαστο αθανασία, και το βιβλίο του Κούντερα αδιάφορο, και όλοι οι άλλοι στον Καιάδα, σαν το βιβλίο του Λουκά Θεοδωρακόπουλου,  μόνοι, καταφρονεμένοι αλλά και ειλικρινείς, άρα ένθεοι και πάντα μόνοι, έστω και σε μικρά μπουλούκια σαν πίναμε μύτους στους αντρικούς καμπινέδες, αλλά χαμένα και αυτά χρόνια. Χωρίς να μας νοιάζει, το φαίνεσθαι. Αλλά τα συντρόφια αλλαξοπιστήσαν.

Και η τελευταία τουαλέτα που θυμάμαι ήταν ενός σεπαρέ χώρου στα Εξάρχεια. Τους κυρίους συμπότες δεν τους είδα στα επόμενα χρόνια. Ο χώρος μεταφέρθηκε και όσοι επέμεναν είναι χασικλήδες του σωσμού, χωρίς ποτέ να φανταστούν το ήθος και την ηθική των πρεζονιών.

Και εγώ κλαίω μόνος, όπως κάποτε στους καμπινέδες  των τοπικών μπαρ, πολύ πιο συχνά από οποιαδήποτε τέρψη, που ικανοποιούσα κάποτε στις τουαλέτες λόγω βυζαντινισμού και καθωσπρεπισμού του κώλου.

Πέρασα και δεν ακούμπησα

Standard

Ένα κείμενο του Νίκου Λέκκα, μου το ‘στειλε ο ίδιος,  μου θύμισε το Σταύρο Αντωνίου. Κάποιες έντονες και κάποιες θολές αναμνήσεις, όχι κάτι περισσότερο. Τότε που τον γνώρισα δεν ήταν τίποτα, κάτι σαν κι εμάς, κοντά στα είκοσι, μάλλον λίγο μεγαλύτερος. Τότε που πασχίζαμε να βρούμε περάσματα, να ανοίξουμε δρόμους. Καλά που συγκράτησα και το όνομα του, δε λες.

 Ο Σταύρος έμεινε σαν ένας λογοτέχνης του περιθωρίου. Έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Έγραψε λίγα και πέθανε νωρίς. Πολύ νωρίς. Τον γνώρισα παραμονές της χούντας. Μπορεί να είχε έρθει κιόλας. Μάλλον το δεύτερο. Δηλαδή άνοιξη του 67.

Εγώ σπουδαστής κινηματογράφου, είχα αποτύχει σκόπιμα στις εισαγωγικές στα πολυτεχνεία, αυτός δούλευε στη Δημαρχία. Γραφιάς, εκεί στο ισόγειο στην Αθηνάς. Δε θυμάμαι πώς έγινε η γνωριμία. Μάλλον μέσω του Αντρέα Παγουλάτου.

Αυτοί είχαν κοινές ιστορίες. Σίγουρα λογοτεχνικές αλλά και άλλες. Πηγαίνανε, λέει, σε ένα νεκροταφείο και κει, ανάμεσα στα μνήματα, τρώγανε ψωμί και τυρί. Μπορεί να είχαν πάει μόνο μια φορά αλλά όταν είναι κάτι πολύ δυνατό έχεις την αίσθηση πως επαναλαμβάνεται. Το λέγανε και γελάγανε αλλά σαν κάτι να κρύβανε. Κάτι μυστηριώδες, ένοχο ή μεγάλο. Μετά από χρόνια, στην Άντισσα, στη Λέσβο, έπεσα πάνω σε κάτι γυναίκες που γύρναγαν στο σοκάκια και μοίραζαν ψωμί και τυρί τους περαστικούς. Μου εξήγησαν πως είναι συνήθεια μετά από μνημόσυνο. Δε μοιράζουν κόλλυβα για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι αλλά ψωμί και τυρί.

Νομίζω πως ο καθένας έχει μια ιστορία με ψωμί και τυρί. Κι εγώ έχω, με τον Τέο Ρόμβο και τον Σταύρο Καπλανίδη. Στο Σηκουάνα. Ο Τέος πρέπει να το θυμάται. Ο Σταύρος όχι. Δεν μένει πια εδώ.

Το σπίτι του Σταύρου Αντωνίου στην Κυψέλη, χαμηλά, κοντά στο Πεδίο του Άρεως. Παλιό σπίτι, από αυτά με τα ψηλά ταβάνια, τα χρωματιστά πλακάκια στους διαδρόμους και τα ξύλινα πατώματα στο σαλόνι. Μόνος έμενε, από τα παράθυρα έμπαινε το βουητό του δρόμου.

Νομίζω τότε αναζητούσε τη σεξουαλική του ταυτότητα. Διάβαζε κάτι κείμενα σχετικά, σε περιοδικά ή εφημερίδες, και έκανε υπογραμμίσεις. Είδα και τα χειρόγραφά του. Διηγήματα. Έγραφε και ξανάγραφε. Στη γραφομηχανή. Αμέτρητες χειρόγραφες διορθώσεις πάνω σ αυτά. Σα να σμίλευε τις φράσεις. Μου είχε κάνει εντύπωση πώς πρέπει να κάνεις τόσες πολλές παρεμβάσεις για να βγει κάτι καλό. Τρομοκρατήθηκα. Τόσο δύσκολο πράγμα ήτανε η λογοτεχνία ή ο Σταύρος δεν το είχε; Εγώ δεν είχα τόση υπομονή. Αυτός είχε.

Πρέπει να φάγαμε και κάποιες φορές μαζί. Θυμάμαι ένα μαγέρικο, εστιατόρια τα λένε τώρα, υπόγειο στην Χαλκοκονδύλη. Παίρναμε ό,τι πιο φτηνό: μια μερίδα φασολάκια, σκέτο από γιουβέτσι ή μακαρόνια με άσπρη σάλτα από ψητό για να υπάρχει η αίσθηση ότι κάπου βρισκόταν λίγο κρέας. Όταν παίρναμε κρέας ή ψάρι ήταν πάντα «ολίγον από…», μισές μερίδες δηλαδή.

Μια μέρα είχε κανονίσει ραντεβού με τον Μένη Κουμανταρέα, βράδυ, στην πλατεία Βικτωρίας. Ο Κουμανταρέας ήταν γνωστός τότε. Ένα μυθιστόρημά του για ένα τοίχο θα το έκαναν ταινία δυο παιδιά από τη σχολή. Πήγα να δουλέψω βοηθός σκηνοθέτη αλλά τσακώθηκα στη βδομάδα πάνω.

 Επέμενε να πάω μαζί στο ραντεβού του με τον Κουμανταρέα. Λες και δεν ήθελε να τον αντιμετωπίσει μόνος. Του είχε στείλει κάποιο δικό του γραπτό, έτσι νομίζω, και ζήταγε τη γνώμη του. Το συνηθίζουν αυτό από παλιά οι νέοι λογοτέχνες. Κι οι παλιοί δε λένε όχι. Θυμάμαι ακόμα το σημείο που κάτσαμε. Δεν θυμάμαι όμως την κουβέντα. Σίγουρα για λογοτεχνία μίλησαν.

Όταν πήρα την απόφαση να φύγω έξω, και δεν ήταν εύκολο γιατί χρώσταγα το στρατιωτικό, προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Μάλλον έτσι έγινε η γνωριμία. Για να βγάλω τα χαρτιά από το Δήμο. Μετά όμως χρειαζόμουν κι άλλα και ο χρόνος πίεζε.  Ήξερε κάποιον αξιωματικό στην ΑΣΔΕΝ, νέο στην ηλικία και με έστειλε εκεί. Δεν ξέρω αν είχε ερωτική σχέση μαζί του ή τον γνώριζε από τίποτα περίεργα στέκια. Αυτός με βοήθησε αφιλοκερδώς να επιταχυνθεί η διαδικασία γιατί τα περιθώρια στένευαν, είχα αναβολή από το στρατό λόγω σπουδών, κι οι σπουδές ξανάρχιζαν σε μια βδομάδα. Γι’ αυτό μου έδωσαν άδεια αποδημίας μόνο για 7 μέρες. Σεπτέμβρης του 67 ήταν.

Εγώ έφυγα και γύρισα μετά από εφτά χρόνια. Το Σταύρο δεν τον ξανασυνάντησα. Ούτε ήξερα τι είχε απογίνει. Όταν μαθεύτηκε πως «έφυγε», δόθηκε κάποια δημοσιότητα και τότε έμαθα πως είχε τυπώσει κάποια βιβλία, είχε κάνει κάποιες δημοσιεύσεις. Τελικά τα είχε καταφέρει, ό,τι πρόλαβε δηλαδή. Δεν ξέρω τι από τα παλιά γραπτά του, αυτά τα πρωτόλεια που διάβασα τότε, κράτησε. Μάλλον τίποτα. Θα έγραψε καλύτερα.

Τον Κουμανταρέα τον ξανασυνάντησα σε κάποια παρουσίαση βιβλίου ή κάτι τέτοιο.  Μπορεί και περισσότερες από μια φορές. Ούτε με θυμόταν ούτε του μίλησα γιατί απλά δεν υπήρχε κάτι κοινό. Δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε γιατί ούτε τον Σταύρο μπορεί να θυμόταν. Μετά, τον σκότωσαν. Νομίζω κοντά στην πλατεία Βικτωρίας.

Το Αντρέα Παγουλάτο τον ξαναβρήκα σύντομα, λίγο πριν ή λίγο μετά το Μάη του 68,  στο Παρίσι. Συνέχισε να γράφει. Πηγαίναμε στα πάρκα, δεν είχαμε λεφτά για καφενεία, ενίοτε ούτε για ψωμί και τυρί, και κει έβγαζε από την τσέπη και μου διάβαζε τα ποιήματά του. Δημιούργησε σημαντικό έργο αλλά δε νομίζω να το ξέρουν πολλοί. Πάει κι αυτός, έφυγε.

Μια ζωή στο φευγιό είμαστε.

(Αυτό το έγραψα με προοπτική να το καταπιεί Η ΤΡΥΠΑ)

Νίκος Θεοδοσίου

17/7/2021

Λολίτες, υπόδειγμα, όπως πρέπει να είναι…

Standard

του Νίκου Λέκκα

Στον Πειραιώτη, Κλακέτα στο ζουμ που λέγεται μαγκιά της λαϊκής μέριμνας  κ. Μπροκ, ενάρετος και αισθηματίας.

Φωτό: Νίκος Λέκκας

Εμείς που στην καθημερινότητά μας καταναλώνουμε ξύδια που σε κανένα κατάλογο (όσο λαϊκός και αν είναι δεν περιέχεται και στις αβαντάζ στιγμές μας ξύδια που λόγω  υπεραξίας περιέχονται μόνο σ’ εξευγενισμένους καταλόγους), πάντα παρέα με αρτίστες ποικιλότροπων ειδών, όποτε για τη μέση τάξη, στην οποία υποτίθεται ότι ανήκουμε, αλλά σιγά, είναι παντελώς άγνωστα, για αντίθετους λόγους. Σαν τα κοκορέτσια της φιλενάδας Μαρίνας, θεάς των Μπαρ από τα χρόνια της ακμής, που στο καρνέ της είχε τους καλύτερους κακαϊνιστές και τους πιο μπανάλ παραγωγούς κοκορετσιού και ό,τι βάζει ο νους σου. Από κοντοσούβλι έως σπληνάντερο.

 Αν και στο αποδεκτό κάπνισμα ήταν λαϊκιά. Ούτε ένα Σαντέ, μόνο Malboro, αλλά στο ουίσκι και στη φρίμπα, αδερφέ μου, δεν παιζόταν. Από το ΚΘΒΕ γινομένη. Και ο χαρακτήρας των κοριτσιών φαίνεται τα πρώτα χρόνια. Και τώρα πια ξεχωρίζει. Ως προς το ήθος και την τιμιότητα. Εγώ Δεν. Σαν το θεατρικό του Αλεξάκη.

Γιατί το έχουν παραχέσει οι κουλτουριάρηδες, οι χασικλήδες, (που δεν είναι πια ρομαντικοί παραβάτες αλλά κοινοί κακοποιοί) και οι οικογένειες. Η μόνη ανύψωση του ενός που μπορείτε να φανταστείτε είναι το έγκαυλο ήθος. Γιατί ο έρως με τη σχέση έχει χιλιάδων ετών διαφορά. Σαν τις αδερφές τις κάποτε με τις σημερινές, που παλιά έβγαζαν το μούσι τους με το τσιμπιδάκι και τώρα τρέχουν στον κάθε μπαρμπέρη στα Καμίνια, (την κάποτε λαϊκιά συνοικία άλλα τώρα πια σφίγγει από τις ονειρώξεις της Χ.Α) να ισιώσουν το μούσι. Αλλά τα Καμίνια δεν φταίνε. Ένα περιφερόμενο κωλόμπαρο αυτή η περιοχή. Ας είχαν μυαλό οι κάτοικοι να το διαχειριστούνε και να καταλάβουν την αξία του Κωλόμπαρου. Πέρα από αυτό που βλέπουν στην τηλεόραση. Να κοιτάξουν βαθιά τον εαυτό τους. Και το κριτήριο να είναι άλλο. Όχι αυτό που νομίζουν. Να τα χέσουν και όπως λένε αυτοί, και δεν λέμε εμείς, να το γράψουν στ’ αρχίδια τους. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά για νορμάλ διάβα στη ζωή. Αλλά στη στρούγκα, και με καθόλου μούγκα, πώς θα αναγνωρίσουν τις Λολίτες…

 Τις πραγματικές, όχι αυτή της ανάγνωσης, που σιγά να μην την ήξεραν και αυτή. Λέμε τώρα. Για το σώβρακο, όχι για την κιλότα. Που για το δεύτερο μόνο στεγνά μουνιά (ευγενικός όρος για τις ώριμες γυναίκες σε κλιμακτήριο, για αποφυγή ηλικιακού ρατσισμού) έχω δει κυρίως, αυτοί  τραβάνε άλλη ρότα. Προς τις ημέρες γονιμότητας μεριά. Αλλά εμείς όποια γούστα και αν έχουμε να προσκυνάμε πάντα μια Λολίτα. Που δόξα να λες υπάρχουν. Και όποια γούστα και αν έχουμε, (που το γούστο τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι σεβαστό απ’ όλους). Πάντα να έχουμε φίλους με διαφορετικό. Και τους γνήσιους, όσο και αν μόνο λίγοι ζουν, θα τους βλέπουμε αδέρφια. Θα τους αγαπάμε και θα τους προσκυνάμε. Για ένα μασίφ μαγκιάς. Και δεν χρειάζεται να τους ανοίξουμε τα μάτια. Πάντα έβλεπαν. Με οποιοδήποτε κόστος. Και για οποιοδήποτε λόγο αυτοί ούτε αλληθώρισαν, ούτε αλλαξοπίστησαν, ούτε έκαναν πίσω, και η άποψή τους ότι το γήρας δεν επέρχεται στους άντρες, (και για κάποιο περίεργο λόγο και σχεδόν δική μας άποψη) και τα πουτανάκια, οι Λολίτες, πάντα θα είναι κυρίες, θα καυλώνουν τον κόσμο, ένας κόσμος που μόνο μια μερίδα του μπορεί να θεωρηθεί υπόκοσμος και πάντα άψογη στιλιζαρισμένη εμφάνιση, έστω και αν δεν διαθέτουν τα απαραίτητα βυζιά, (για αυτό θα φροντίσει ο χρόνος ή ο πλαστικός) και η ηβική τους περιοχή, προς το παρόν, ηθελημένα ή μη, είναι άτριχη. Δόξα ο θεός ξυράφια υπάρχουν, τα ροζ, για τέλεια φροντίδα, και τα κορίτσια δεν πρέπει να διαφέρουν από τ΄ αγόρια που παιδάκια τα μπουρδέλα τους δέχονται. Και με τον πατέρα χειροκροτητή αν όχι αρωγό. Χωρίς ποτέ να καταλάβει σχεδόν κανείς ότι με τις δεσμεύσεις μπλέκεις άσχημα και ως επί το πλείστον ισόβια. Αλλά παίδες μια ζωή την έχουμε. Είναι αμφισβητήσιμο αν έχει άλλη. Γλεντήστε την χωρίς βραχνάδες.

 Αλλά και εμείς οι άντρες φταίμε. Το μουτζό σε τζάμπα πάντα ήταν ύποπτο. Από σχέσεις στοργής, συντροφικότητας είδαμε/ κάναμε και το μόνο που καταφέραμε είναι να φάμε πικρά κόλλυβα, που όσα χρόνια και αν περάσουν ακόμα, αυτή η γεύση θα μας συντροφεύει, καθώς και το ρεζιλίκι στο γυάλινων φλιτζανιών με λουλουδάκια στο μνημόσυνο.  Αλλά αγόρια μου φταίμε και εμείς. Και το μουτζό και αυτό τζάμπα; Η μαστούρα και η καψούρα στοιχίζουν και πληρώνονται, τουλάχιστον με φράγκα. Αλλά για τα ενδεχόμενα φετίχ εμάς των ανδρών που λυσσάτε για μας, ελπίζω γυναίκες μου να μας συγχωρείτε. Ούτε σκοπό είχαμε για φιλοσοφικές συζητήσεις, κάτι που προσφέρουν οι εταίρες. Ασπασίες, Φρύνες, είναι για τους ξενέρωτους, όχι για τη νύχτα, ούτε ως λιγούρια στο τζαμπέ πάμε γιατί παίζει γάμος με δεξίωση μετά. Κατά μόνας, μόνο. Και πάντα θα μαυρίζει η καρδιά μας με τα γεράματα, που κανείς να μη βρεθεί σ’ αυτή τη θέση αν δεν είναι όμορφα, και το λέμε εμείς που δεν είχαμε ποτέ ούτε τη βοήθεια του πατέρα. Αυτά που από ανάγκη βρέθηκαν εκεί, για ένα ξεροκόμματο και χωρίς καμιά Ελένη, που τι ψυχή θα παραδώσουμε, και κοιτάμε την εφηβική πορνεία, και μάλιστα αυτή που δεν προέρχεται από κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες. Και γιατί να λυπηθώ το πουτανάκι που ντύνεται στο Μιλάνο και όχι το βαποράκι που παίζει κορόνα γράμματα και  δεν έχει να πάρει ένα ζευγάρι σαγιονάρες από τη λαϊκή. (Λαϊκή σου λένε μετά). Και πια το λαϊκό έχει γίνει και αυτό ντρέντι. Και για τα πουτανάκια μεριμνούν, ανά περιοχή, τόσοι, όσοι δεν μεριμνούν παγκόσμια για τα ορφανά.

Τη γενιά της μπριγιαντίνης την ανύψωσαν πατέρες, τη γενιά του πηλού ποιοι;

Standard

Σκέψεις πάνω στη μετάφραση του Σωτήρη Παστάκα, στα ποιήματα του Π.Π. Παζολίνι με τίτλο «Ρωμαϊκές Νύχτες» των εκδόσεων Bibliotheque.

Του Νίκου Λέκκα

Στον Κύριο Λευτέρη Κάρκα, αλάνι με γραβατίνι και κοκέτης όπως και ο Μπάροουζ.

Όλη η προσκυνούσα   πουτανιά της Ρώμης, δια χειρός Παζολίνι και σε μετάφραση Παστάκα σε τιμή που δεν φτάνει το γάμιστρο. Είναι πιο φτηνό. Και επιμένω στην προσκυνούσα πουτανιά έναντι του χυδαίου όρου ιερά εκπόρνευση και στη λέξη γάμιστρο έναντι του σικ κόμιστρου.

Γιατί αν ρωτήσεις τους ήρωες, αυτούς που υπάρχουν ακόμα, αλλά με κάποια χρόνια εξτρά στο ενεργητικό τους, που τους μεταφέρει αυτομάτως στους παλαίμαχους, έναντι στα τούμπανα, αυτούς τους όρους που λειτουργούν ως προσδιορισμός προτιμούν. Και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να τους επιβάλουν. Που για αυτούς είναι ηθική δικαίωση, πέρα από κάθε δικαίωση στα χαρτιά και το προνόμια που αυτά ψευδώς υπόσχονται, τα τσόλια γουστάρουν να είναι τσόλια με καθαρή ψυχή, και όσοι Κύριοι, έτσι χωρίς εισαγωγικά, έχουν την τόλμη να τους ανυψώσουν στα ουράνια, αυτά τα παιδιά μεγαλωμένα με ψωμί και φακές, χελονονιτζάκια και στο μέγιστο Μοντέσα που μάζεψαν σκουριασμένη από οικόπεδο, αυτά τα παιδιά που κάποια συναξάρια αγίων, ευτυχώς τους αναφέρουν ως πάστα αλλά όχι ονομαστικά, με ζελέ του κατοστάρικου που δεν απέχει και πολύ από την μπριγιαντίνη, κάποια από αυτά φερμένα σε ένα χώμα άλλο από το χώμα που γεννηθήκαν, αλλά το χώμα είναι πάντα ένα και το μόνο που προσφέρει είναι καημούς που εκφράζονται είτε με μπουζούκι, είτε το εκφράζουν βιολιτζήδες (όχι βιολονίστες), κλαριντζήδες (όχι κλαρινετίστες) και με μια βαθιά περίεργη νοσταλγία σαν το βυζί της μάνας, σαν μιλάν για την χαμσού, και τα λαδικοτρέ, θα τους χρωστάνε. Που έχουν τόση θαλπωρή, σαν τα βενζινάδικα που χτυπάνε από λεφτά έως μπύρες, μαζί με το πικρό στόμα από φτηνά τσιγάρα και κάποιες πικρίλες που κατεβάζουν αλλά και κάποια γλυκάδα στον ουρανίσκο από το σήμα. Σαν τα σώματα που πήραν αγκαλιά, με το τυχαίο αρωγό. Τα παιδιά της ζωής. Που και απόντες είναι εδώ. Και πάντα ό,τι απών σου ανέβαζε το σεξουαλικό σου λίμπιντο, που κοινώς και απόλυτα συγκεκριμένα ονομάζεται καύλα, θα σηματοδοτεί την κενή ερωτικά ζωή του καθένα μας για το υπόλοιπο. Σαν τη γριά αδελφή στο «Ημερολόγιο ενός Κλέφτη» του Ζενέ, που, έξω από τα τζουρά, απλά βλέπει.

 Και αυτό είναι ελπίδα. Και σε καμιά περίπτωση ξεφτίλα. Απλά ξέρει ότι, τώρα πια, με αυτή την κατάσταση που ζούμε, και δεν μιλάω για την κρίση -τόσο άδεια και κοινότυπη έκφραση-, κανείς δεν μπορεί να ανυψώσει αυτά τα αγόρια στο βαθμό που τους ανύψωσαν κάποιοι άλλοι κάποτε. Και ευτυχώς που έχουμε νέες εκδόσεις και ανατυπώσεις από κιμπάρηδες εκδότες. Δοτικοί, σαν τους ελάχιστους φίλους που έχουμε.

Και λίγα λόγια για τον Σωτήρη Παστάκα, που αν και γιατρός – ψυχίατρος με κόπους μπόρεσε να απαρνηθεί κάθε στυλ σοβαροφάνειας και κοινωνικού πρεστίζ, για πρώτη φορά τόσο στεγνά, και να προσφέρει μια μετάφραση στα αλήτικα ποιήματα του Παζολίνι, με έναν τόσο σφιχτό λόγο με αγοραίες σχεδόν εκφράσεις, που το μόνο μείον που υπάρχει είναι η παντελής έλλειψη καλιαρντών που πάντα δίνουν στο λόγο μια σούπερ νοστιμάδα, (κάτι που η Κάραλη το ασπάστηκε).  Όμως χωρίς το λόγο των φλώρικων (που σε λεξικό τα κατέγραψε ο Λεωνίδας Χρηστάκης, λεξικό κραυγή  για τους τρύπιους, με λέξεις όπως κουλάρω, φρικάρω κτλ.) Ίσως κάποτε να βρεθεί και να εκδοθεί. Σαν το βιβλίο του «Οι ομοφυλόφιλοι» που ήταν να εκδοθεί από τις εκδόσεις  Heteron, του αείμνηστου αλλά ποτέ ξεχασμένου Φώτη Παπαδόπουλου, που η persona του δεν θα ξεθωριάσει ποτέ, θα σηματοδοτεί και θα φωτίζει, αλλά δεν ευτύχισε και ο επιμελητής τους κ. Σ. Α (όχι Σταύρος Αντωνίου, αυτός είχε πεθάνει αλλά ήταν ψυχούλα και καθόλου κλέφτης) που τυχαία εντελώς ξέχασε να επιστρέψει τα δοκίμια, η απόλυτη εκδοχή της λέξης τζουρνό με κουκούλα ότι ο εν λόγω κ. θεωρείται πολύπραγων γραφιάς και πολυσχιδής προσωπικότητα και βεβαίως οικογενειάρχης.

 Ίσως ο Λεωνίδας ως βαθιά ανατρεπτικός διανοούμενους που ήταν να έριχνε κάποιοι άλλο φως στα ζωντανά αυτά παιδιά, ένας άνθρωπος που μέχρι τα πτώματα της κατοχής είχε μαζέψει και μπορούσε να αγαπούσε.

 Ρωμαϊκές Νύχτες, λοιπόν. Ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό και ακριβό, το πρώτο εξολοκλήρου με τα αλήτικα ποιήματα του κουμουνιστή διανοούμενου Παζολίνι που μην ξεχνάμε δολοφονήθηκε, σαν κάποτε μαστούρα έξω από τζουρά. Ίσως γιατί όλα έχουν πια παιχτεί. Αλλά το μόνο που πονάει, είναι κάτι άλλο. Αυτό που τώρα ζούμε, με τέτοιο εξευγενισμό, σκατά στα μούτρα μας, ποιος θα βρεθεί να καταγράψει τα σημερινά παιδιά της ζωής. Αυτά με τα κάμπριο και τον πηλό στην κοούκα, όλη αυτή την ξεφτισμένη έως ξεφτιλισμένη μαγκιά. Εμείς είχαμε και βοηθήματα βαρβάτη ποίηση για να ανακαλύψουμε τα βαθιά μας αίτια για ζωή. Του ποιος είναι και τι με τραβά. Τους ευχαριστούμε όλους, ζώντες και θανόντες. Κυρίως θανόντες. Όλους.

Νίκος Λέκκας

Κορωπί 22/6/21

Τρύπα – μια έκθεση στην Τσεχία

Standard

Τρύπα, μια έκθεση στην Τσεχία

Αρχές Δεκέμβρη του 2020 οργανώθηκε στην Οστράβα της Τσεχίας μια έκθεση αφιερωμένη στα 40χρονα της ΤΡΥΠΑΣ, στον Τέο και τη Χαρά. Ως γνωστόν, όπου εμφανίζονται αυτοί οι δυο κατεβάζουν τα ρολά. ‘Ετσι η έκθεση λόγω covid 19 δεν λειτουργεί κανονικά, αλλά ανοιγοκλείνει.

Ευχαριστούμε θερμά τη Νάντια Αργυροπούλου για «τα πάντα όλα» και τις Τσέχες συναδέλφισσές της, επιμελήτριες τέχνης Daniela and Linda Dostálková. Η ταινία της Εύης Καλογηροπούλου που έγινε για την έκθεση θα προβληθεί εν καιρώ.

PLATO

CS EN

Exhibitions

TRYPA

Artists:
Teos Romvos and Chara Pelekanou (GR)

Curators:
Nadja Argyropoulou (GR), Daniela and Linda Dostálková

Stories of love, anarchy, care and disruption as are told with Teos Romvos and Chara Pelekanou.
“Why to pretend to be better, smarter, more pioneering, more cultured?” T. R.Inspired by Greek activists, artists and eco-rebels, Teos Romvos and his partner Chara Pelekanou, this exhibition attempts to visit, know and mediate to PLATO Ostrava the legendary life and pioneering work of the couple that defined the Greek underground and widely practiced social ecology in Greece. Grounded on two of their early, alternative spaces of collective thinking and acting — the cult magazine TRYPA (1980–1981, translated as the Hole) and Octopus Press (1974–1976, Athens), bookstore and publishing house, the exhibition takes off to follow Teos and Chara in an entanglement of stories, people, historic events, political demands, social struggles, ecological visions and affairs of care, from Athens to the Greek island of Syros through a host of other places… In a daring exercise of speculative fabulation enacted within PLATO, TRYPA exhibition is initiated and fueled by curator Nadja Argyropoulou, artists Evi Kalogiropoulou, Daniela and Linda Dostálková and many others.
Teos Romvos (born 1945) is a writer, translator and activist, well known as a member of the independent, underground scene of Athens and ecological movement. Born in Athens, he went through night school, fights with various power brokers, a number of jobs and vagrancy. He started working in ships in 1961, travelled extensively, lived periodically in Latin America, Japan, the United States and elsewhere: France (1966–1969), Germany (1969–1974 and 1987–1991), Kranidi, Peloponnese (1981–1984), Africa (1984–1985). In-between all these travels, he always returned to Athens, until 1993 when he settled in the area of Apano Chora on the Cycladic island of Syros, together with Chara Pelekanou. Romvos has been a crucial agent for the abolition of outmoded and shortsighted perceptions of progress that lead to the uncontrollable destruction of the unique Aegean ecosystem. While in France, Romvos attended cinematography courses and produced his first experimental films. Later, in Germany, he joined the circles of German writers and produced films that he never completed; he worked for German television, wrote scenarios and made recorded tapes on literature. Upon returning to Athens after the end of the junta and the restoration of democracy (1974), he opened the legendary bookstore “Octopus Press” and worked as a publisher. He is the publisher of Trypa magazine. He has written articles, prose and fiction, and many of his works have been published in magazines and newspapers. He has also translated a number of books. During the last 25 years, while living in Syros, he focused on ecological activism, collaborated with many people from the islands, as well as scientists and various entities from abroad, and participated in the creation of the Aegean Network of Environmental Organizations; he spearheaded the related online publication of the magazine Eyploia and participated in the founding of the Cyclades Geopark and its recognition by UNESCO.
Chara Pelekanou (born 1951) studied History and Archaeology at the National and Kapodistrian University of Athens.
During the years of the dictatorship in Greece (1967–1974), she joined the students’ resistance and participated in protests, fights and various public actions for the restoration of democratic governance in the country. Pelekanou has been a crucial agent for the abolition of outmoded and shortsighted perceptions of progress that lead to the uncontrollable destruction of the unique Aegean ecosystem. In 1976, she met Teos Romvos and joined him in publications, activist practices and progressive educational projects in Athens and beyond. She was instrumental in the creation of Trypa magazine and worked as editor for various publishing houses. In 1981 she left Athens, together with Romvos, and moved to the Greek countryside and later to Africa, where she taught at the Greek schools of Congo, and Berlin (1987–1991), where she witnessed the fall of the Berlin wall and subsequent events. Upon her return to Greece Chara Pelekanou moved to Syros, where she has been living ever since with Teos Romvos and collaborating with farmers, activists, educators, artists, scientists from Greece and abroad, towards the creation of the Aegean Network of Environmental Organizations, the related online publication of magazine Eyploia and the founding of the Cyclades Geopark and its recognition by UNESCO. She is a photographer and has made short films about life in Syros and eco-oriented practices.
Evi Kalogiropoulou (born 1985) is a visual artist and filmmaker, working both in Athens and London. Evi has studied at the Athens University of Economics and Business and the Athens School of Fine Art and holds a Master‘s degree from the Royal College of Art in Moving Image. She is an Artist in Residency in Somerset House Studios in London. Her projects explore ideas associated with inclusion/exclusion, cross-cultural identity, female figures in Ancient Greek mythology, and post-apocalyptic environments. Her sculpture work is represented by The Breeder gallery and is on display in several big collections around the world. She participated in the exhibition ’“The Same River Twice”’ organized by The DESTE Foundation and the New Museum. Her short film Motorway 65 was accepted in the Official Selection for Competition at the Festival de Cannes, 73rd edition. Evi’s films had various screenings in spaces such as the BFI, the Chisenahale Gallery, and the Whitechapel Gallery in London.
Nadja Argyropoulou (born 1964) is an independent curator based in Athens. She studied History and Archaeology (BA, National and Kapodistrian University of Athens) and Art History and Theory (MA, University of Essex, UK). She has worked as director of Cultural Programming at the Hellenic American Union in Athens, as head of Cultural Affairs for the Office of the Greek Presidency of the EU (Hellenic Ministry of Foreign Affairs, 2003), and as assistant curator for the Greek Pavilion in the Venice Biennale of 2005 and 2007. She has cooperated with a large number of cultural institutions (such as DESTE Foundation, Onassis Foundation, Stavros Niarchos Foundation, Neon Foundation, Are | are-events, Prague et.al.).

related projects

  • Intensities
    Our theme for 2020 is “intensities”: over three exhibitions and all kinds of programming, we explore various kinds of intensity that define the look and feel of the contemporary world.

Δυο παράξενοι μήνες

Gallery

Σκληρός από τρυφερότητα

Standard

 

του Λευτέρη Κάρκα

1Ήταν μάλλον ο καιρός, 17 χρόνια μετά τον θάνατο του Ηλία Πετρόπουλου, να γραφτεί ένα βιβλίο για τη ζωή και το έργο του στ’ αγγλικά. Το δώρο αυτό μας έκανε ο  συγγραφέας John Taylor, παλιός του γνώριμος απ’ τα χρόνια του Παρισιού. Τίτλος του βιβλίου HARSH OUT OF TENDERNESS, The Greek Poet and Urban Folklorist Elias Petropoulos’’ (εκδόσεις  Cycladic Press, Sydney, Australia). Πολλά έχουν γραφτεί για τον Ηλία Πετρόπουλο: Τιμητικά αφιερώματα σε περιοδικά (πληρέστερο αυτό του Μανδραγόρα, τεύχος 18-19).Υπάρχει το έξοχο ντοκιμαντέρ της Καλλιόπης Λεγάκη «Ηλίας  Πετρόπουλος, ένας κόσμος υπόγειος», πλήθος άρθρων, αλλά κι ένα βιβλίο στα ελληνικά του Γιάννη Βασιλακάκου: «Ηλίας Πετρόπουλος, Ο      τεχνίτης της διαστροφής», εκδόσεις Οδός Πανός.

Τι έχει λοιπόν να κομίσει επ’ αυτού ο John Taylor; Η απάντηση είναι εφτά χρόνια στενής συνεργασίας και τριβής με τον Ηλία Πετρόπουλο και το έργο του. Όλοι όσοι αγαπάμε τον Ηλία Πετρόπουλο έχουμε μια ιδέα για τα βιβλία του,  τις απρόσμενες γνώσεις του για κάθε τι ελληνικό και το ανυπότακτο πνεύμα του. Πώς όμως δημιουργήθηκαν όλ’ αυτά τα μνημειώδη βιβλία; Πώς οργάνωνε τον χώρο και τον χρόνο του; Πώς κυλούσε η καθημερινότητά του και τι είδους άνθρωπος ήταν τελικά; Σ’ όλα αυτά ρίχνει φως ο John Taylor. Μαθαίνουμε έτσι με πόσο μεράκι έστηνε τα βιβλία του ( Η υστερία μου αποσκοπεί στην ποιότητα, συνήθιζε να λέει), τι σημασία έδινε στα ντοκουμέντα έναντι των θεωριών, τι σχέση είχε με άλλους Έλληνες συγγραφείς. Ακόμα, πόσο υποστηρικτικός υπήρξε προς τους φίλους του, ενίοτε απαιτητικός ή επιθετικός αλλά ταυτόχρονα γενναιόδωρος και υπομονετικός ( συχνά πυκνά αγόραζε γλυκά για τους φίλους του, σπάνια τους άφηνε να πληρώσουν). Φυσικά θ’ αντιτείνει κανείς: Μας ενδιαφέρουν όλ’ αυτά; Ναι, αν θελήσουμε ν΄ αντιληφθούμε τις  ιλιγγιώδεις αντιφάσεις αυτού του ανθρώπου που ήταν σκληρός από τρυφερότητα ( Harsh out of tenderness).

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο John Taylor καταπιάνεται με τον Ηλία Πετρόπουλο.Έχει επίσης μεταφράσει βιβλία και άρθρα του, έχει δημοσιεύσει έναν επικήδειο του συγγραφέα και γενικά έχει μια εποπτεία του έργου του. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, το 1981 αποφάσισε να γράψει μια εργασία σχετικά. Δεν την ολοκλήρωσε ποτέ. Ένιωσε πολύ σωστά πως δεν μπορεί να βάλει τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους και απλά πέταξε το χειρόγραφο στα σκουπίδια. Ήταν πολύ νωρίς άλλωστε (γνωρίστηκαν το 1979 ) και ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε πολλά να δώσει ακόμα ως τον θάνατό του το 2003.

Το βιβλίο βρίθει ανέκδοτων και αυτοβιογραφικών στοιχείων ενώ περιέχει και μια εκτενή παρουσίαση του βιβλίου «Καλιαρντά». Η επιλογή αυτή δεν γίνεται τυχαία καθότι το συγκεκριμένο βιβλίο κατέχει μια αδιαμφισβήτητη πρωτιά : Είναι το πρώτο ομοσεξουαλικό λεξικό στον κόσμο. Ήταν επίσης η αφορμή για ν’ αρπάξει ο Πετρόπουλος μια πεντάμηνη φυλάκιση, αλλά αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Πέραν αυτών παρατίθενται και κάποιες λέξεις στα Καλιαρντά μαζί με την ετυμολογία τους  δίνοντας στον ξένο αναγνώστη μια ιδέα γι’ αυτή την παλλόμενη, κεφάτη αλλά και σκληρή γλώσσα. Το πόνημα του John Taylor πλαισιώνει μια πληρέστατη λίστα με τα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου, τις μεταφράσεις του έργου του και τίτλους των εκατοντάδων άρθρων του.

Όπως το ομολογεί ο Taylor, ο Πετρόπουλος υπήρξε γι’ αυτόν ο μέντοράς του. Όταν συναντήθηκαν ήταν αντίστοιχα 27 και 51 ετών. Και κάπως παρακινδυνεύοντας μια σύγκριση θα λέγαμε ότι όπως ο Ν.Γ Πετζίκης πήρε τον Πετρόπουλο απ’το χέρι και τον δίδαξε μεταξύ άλλων να βλέπει λοξά, αυτός με τη σειρά του έκανε δώρο στον νεαρό Αμερικάνο μερικά μαθήματα ζωής και φυσικά  πολύτιμες διαλέξεις περί ελληνικής γραμματείας. Τώρα ο John Taylor ξεπληρώνει το χρέος του τυπώνοντας αυτό το συγκινητικό βιβλίο. Το αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό έχει πια την ευκαιρία να γνωρίσει τον πιο παθιασμένο (όσο και αμφιλεγόμενο) Έλληνα συγγραφέα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραφε κυρίως για την Ελλάδα˙ η επιλογή των θεμάτων του ωστόσο, η μεθοδολογία του, το ξεχωριστό του στυλ και η ποιότητα της δουλειάς του, ήταν πολλά χρόνια μπροστά απ’ την εποχή του. Ο John Taylor το συνόψισε πολύ εύστοχα σε μια φράση: ‘’Petropoulos had wide open eyes and he opened eyes’’.

Νέα Υόρκη, 22 Μαΐου 2020

φωτό Η.Π.: Χαρά Πελεκάνου

 

Δυο λόγια για το Λευτέρη:

 Ο Λευτέρης Κάρκας γεννήθηκε το 1979 στα Μέγαρα. Εργάστηκε ως παντοπώλης, φροντιστής αιγοπροβάτων και κοινωνικός λειτουργός.

Ένας συνεχής και ευαίσθητος αναγνώστης ρωμαλέων κειμένων που σήμερα, άεργος περιδιαβαίνει το δρόμο του, ψάχνει και ψάχνεται για να βρει το περιπόθητο εξκάλιμπερ (άγιο δισκοπότηρο). Αυτά…

Σήμερα ζει και δουλεύει στη Νέα Υόρκη…

 

 

 

Διαβάστε επίσης του Λευτέρη:

Τσόντες, «Lacta»

Αίμα

 

Κωστής Τριανταφύλλου

Standard

 

«Ο κόκκινος τρελός του Ονειροδρόμιου»

και άλλα έργα της περιόδου 1968-1975

 

 

 Την Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020, στις 19:00, η ROMA GALLERY σας προσκαλεί στην ατομική

έκθεση του ΚΩΣΤΗ (Τριανταφύλλου) με τίτλο:

«Ο κόκκινος τρελός του Ονειροδρόμιου και άλλα έργα της περιόδου 1968-1975»

Επιμέλεια έκθεσης: Θανάσης Μουτσόπουλος

 

 

ΚΩΣΤΗΣ (Τριανταφύλλου)
«Ο κόκκινος τρελός του Ονειροδρόμιου και άλλα έργα της περιόδου 1968-1975»

Επιμέλεια / κείμενο έκθεσης:​ Θανάσης Μουτσόπουλος

Η ROMA GALLERY παρουσιάζει την ​Πέμπτη, 5 Μαρτίου 2020​, 7 μ.μ., την ατομική έκθεση του Κωστή με τίτλο ​«Ο κόκκινος τρελός του Ονειροδρόμιου και άλλα έργα της περιόδου 1968-1975»​. Το 2019 από τον Π. Ζαρούτσκι κυκλοφόρησε στην Ρωσία η επανέκδοσή του Ονειροδρόμιου, αυτό ήταν και η αφορμή να παρουσιάσουμε αυτή την ιδιαίτερη περίοδο του έργου του Κωστή, όπως αυτή του Ονειροδρόμιου και του τρελού του.

Έργα αυτής της περιόδου εμφανίστηκαν στην αναδρομική της δεκαετίας του ’70 στην Πάτρα όπως και στην έκθεση στην Αθήνα Underground, διοργάνωση από τον Θανάση Μουτσόπουλο.
Από τις πρώτες δημοσιεύσεις σε εξώφυλλα περιοδικών την δεκαετία του ́70. Μέρος αυτών των έργων δεν σταμάτησαν να αναπαράγονται μέχρι σήμερα σε διάφορες εκδόσεις και να εμφανίζονται σε εκθέσεις. Η πρώτη έκδοση έγινε στην Αθήνα το 1977 από τις εκδόσεις Θ. Καστανιώτη -ήταν το πρώτο καλλιτεχνικό βιβλίο που εξέδωσε! Στο διαδίκτυο υπάρχει με άλλη εμφάνιση, προσαρμοσμένη στο ψηφιακό μέσο και στη διεύθυνση: ​www.costis.org/books

Ο ίδιος θα μπορούσε να είναι το αρχέτυπο του εικαστικού-διανοούμενου: γράφει ποίηση, γράφει γενικά, διαβάζει πολύ, εκδίδει έντυπα ή συμμετέχει σε ομάδες έκδοσης, παραμένει βαθιά πολιτικό άτομο με συνεχή συμμετοχή στις τρέχουσες εξελίξεις. Ίσως η περσόνα που επιλέγει ο ίδιος για το (στο) έργο του, αυτή του ​Τρελού,​ να είναι η καταλληλότερη. Ούτε άγριος, ούτε διανοούμενος, απλά Τρελός και ακαταχώρητος».

Σε γυρεύω

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950.Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Γαλλία, Εικαστικές και Οπτικοακουστικές Τέχνες και Φιλοσοφία.Σταματάει τις σπουδές του στο επίπεδο τού Doctorat d’état με τον J.F.Lyotard. 1974-76 ,Επίτ.Εντετ.Καθηγητής στο τμήμα Φιλοσοφίας του Paris VIII,υπό την διεύθυνση του F.Chatelet . Σκηνοθετεί την μεγάλου μήκους ταινία Saga of a City, που προβάλλεται στο Φεστ. Πειραματικού Κ/φου στο Παρίσι, στον κ/φο Racine.Το 1968 στην Αθήνα , οργανώνει την καλ.ομάδα του » Λωτού»,από αυτήν και το περιοδικό της ξεκίνησαν πολλοί ποιητές και καλλιτέχνες.Έχει πάρει μέρος σε πολλές διεθνείς συναντήσεις και έχουν εκδοθεί βιβλία του.Η χούντα τον καταδιώκει κι έτσι από το 1972 ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Στο βιβλίο του, ποίησης και σχεδίων Αποσπάσματα 1967-1973 (εκδ.Λ.Γιοβάνη,Φεβρουάριος του 1974), καταθέτει την άποψή του που χαρακτηρίζει την ελευθερία που διακατέχει το πνεύμα των έργων του έως σήμερα,αναφερόμενος στον αναγνώστη λέει : προσοχή,σε θεωρώ ποιητή των πάντων.Μέσα σ’ αυτή τη λογική γίνεται ο εμψυχωτής της αυτόνομης ομάδας Κρακ (1974-76) όπου οι κοινωνικές και αισθητικές παρεμβάσεις της έγιναν γνωστές για την ριζοσπαστικότητά τους.Η πολυδιάστατη δράση του φέρνει στα όριά της την καλλιτεχνική πράξη, αντιμέτωπη με τα μεγάλα ερωτήματα,επανατοποθετώντας τις έννοιες ατομικότητα-συλλογικότητα,ιδιωτικός και δημόσιος χώρος,ορατό-μη ορατό. Στα δρώμενα του ιχνηλατεί απελευθερωτικούς δρόμους της σκέψης και της δημιουργικής παρέμβασης, θέτοντας σε αμφισβήτηση τον ρόλο της τέχνης,αναιρώντας και το ίδιο το αποτέλεσμά του υπεραμυνόμενος της διαδικασίας τέχνης.

 

Σκηνή από το τσίρκο των οραμάτων

Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης (1921-2019) σχετικά με την οραματική τέχνη γράφει: «Είναι έργα που με άλλα λόγια δεν είναι προκατασκευασμένα, αλλά αναπηδούν χωρίς υπολογισμό άλλο, παρά αυτόν που τους ωθεί το πάθος της επιθυμίας». Συνεχίζει ο Θανάσης Μουτσόπουλος, στο κείμενό του, «Τα έργα αυτά πάνε σε όλες τις κατευθύνσεις και αφορούν όλες τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσουν. Έτσι τα έργα της οραματικής τέχνης, όπου μετέχουν λίγοι αποκλειστικά, δεν απεικονίζουν αλλά ανακαλύπτουν ένα χώρο όπου ορισμένοι προτιμούν να κατοικούν χωρίς κανόνες ή μέτρα και σταθμά, ή συγκεκριμένα θέματα, αλλά με μια εμφάνιση που τα εγκαθιδρύει εκεί που βρίσκονται ως απόλυτες και αποκλειστικές παρουσίες, που κυμαίνονται συνεχώς ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό, επεκτείνοντας έτσι και πλουτίζοντας την εμπειρία της ζωής μας. Η άρνηση των κατεστημένων μορφών της τέχνης και η αντικατάστασή τους από το άγριο σχέδιο-σκίτσο (αντί της ζωγραφικής-γλυπτικής) θα χαρακτηρίσει τα έργα του Κωστή της δεκαετίας του ’70. Κυρίαρχος σ’ αυτά τα έργα, ο Τρελός. Και μαζί με αυτά έρχεται η ποίηση και όλη η κουλτούρα του Dada και των Καταστασιακών. Είναι περίεργο πως ένας καλλιτέχνης, ως προσωπικότητα, μπορεί να μοιάζει πολύ διαφορετικός από την εικόνα του έργου του. Η δουλειά του Κωστή της δεκαετίας του ’70 είναι από τα πιο «βάρβαρα», «άγρια», «ωμά» έργα αμφισβήτησης που παρήχθησαν επί ελληνικού εδάφους.

 

Ποδηλάτης τρελός

Το 1990 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας στην αναδρομική με τίτλο «Μαύρο και Άσπρο 1969-1979» εμφανίζεται ένα μέρος αυτής της περιόδου. Το 2016 στο ΕΜΣΤ στην έκθεση «Κρίσιμοι διάλογοι» παρουσιάστηκαν επίσης έργα αυτής της περιόδου. Συμπληρωμένη παρουσία είχε η έκθεση κάποιων δημοσιευμάτων -η έκθεση εμφανίστηκε και στην Αμβέρσα. Αυτά τα καμένα από τον ήλιο «λευκά σχέδια» συνοδεύονται από το κυρίαρχο κόκκινο που γίνεται το δέρμα του τρελού που μας ταξιδεύει στην Ονειροδιαδρομή.

Όπως αναφέρει στο κείμενο της έκθεσης ο ιστορικός τέχνης Θανάσης Μουτσόπουλος, «Ο Τρελός – πρωταγωνιστής και Leitmotiv σε πολλά έργα του Κωστή αυτής της περιόδου θα αποτελέσει για τα ελληνικά 70s, ό,τι η Κραυγή του Munch για το νορβηγικό fin-de-siècle: ένα απελπισμένο ξέσπασμα όταν τα πράγματα δεν πάνε άλλο». O καλλιτέχνης σημειώνει: «Πώς λοιπόν θα απελευθερώσουμε την τρέλα από τις ιδεολογικές ασθένειες; Εδώ θεώρησα την τρέλα σαν την εκρηκτική δημιουργική εκείνη δύναμη που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα – ούτε καν στις ιδεοληψίες και τα ιδεολογήματα! Κάθε λογικός φορέας παρωπίδων κάπου σταματάει. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει τίποτα για το τι γίνεται πέρα από τις παρωπίδες του (…)»

Ο Τρελός του Κωστή δεν είναι ένας ψυχικά ασθενής, αλλά ένας Ουτοπιστής-Επαναστάτης που αρνείται να συμβιβαστεί με τον κομφορμισμό της περιρρέουσας κατάστασης. Στο μανιφέστο της φουτουριστικής ζωγραφικής γράφει: ​είναι τιμή μας να μας θεωρούν τρελούς.​

Ρώμα 5, 10673, Αθήνα, Ελλάδα| roma-gallery.com | ​info@roma-gallery.com​ | (+30) 2130358344

 

Red madman

 

Περισσότερα για το Ονειροδρόμιο του Κωστή εδώ