Η νύχτα που κλείσανε την ΕΡΤ

Standard

του Λευτέρη Κάρκα

310639542_612563670562343_9031663738764232679_n

φωτό: Γιάννης Μισουρίδης

Τη νύχτα που κλείσανε την ΕΡΤ δούλευα νυχτοφύλακας σε μια καντίνα στην Κινέττα. Η Χειρότερη δουλειά που  ́χω κάνει αλλά δεν υπήρχε και τίποτ’ άλλο κι αυτή παρακαλώντας την πήρα. Το βράδυ η μοναξιά και η στενοχώρια μεγεθύνονται επί δέκα, ένας θεός ξέρει τι πατέντες πρέπει να κάνεις για να σπρώξεις τις ώρες. Δε βαριέσαι εδώ είχε διαλυθεί το σύμπαν, να λέμε κι ευχαριστώ. Είχε πάει δύο τα ξημερώματα, ήταν ήσυχη βραδιά, δεν ήρθανε ρωσοπόντιοι και γύφτοι. Αυτές οι δύο φάρες κάνανε την πιο πολλή ζημιά. Την παραλία την αφήνανε ένα μπουρδέλο: κουτάκια μπύρες, σακούλες από σουβλάκια, πλαστικά μπουκάλια, αλουμινόχαρτα, κέρατα…

Τα καθέκαστα για το μαύρο στην ΕΡΤ τα έμαθα γύρω στις δώδεκα που άνοιξα το ραδιοφωνάκι. Είχα τ’ αυτί μου τεντωμένο και προσπαθούσα να καταλάβω πού το πάνε. Οι δημοσιογράφοι σε όλους τους σταθμούς ακούγονταν αναστατωμένοι. Πλάκα έχει να μας κοτσάρουνε καμιά χούντα να τρέχουμε, σκέφτηκα. Είδα τα φώτα απ ́ τη γωνία στο στενό που κατέβαινε στην παραλία. Δεν έδωσα σημασία, όλο και κάποιος πέρναγε. Το αυτοκίνητο βγήκε στον παραλιακό δρόμο, τσούλησε αργά και τελικά πάρκαρε πίσω από την καντίνα. Ποιος διάολος να ‘ναι τέτοια ώρα. Ακούω την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει, τέσσερα- πέντε βήματα τριζάτα στα χαλίκια και να σου ο κυρ – Μανώλης. Παλιός φίλος του πατέρα μου από την πρώτη τετραετία, κάποτε κονομημένος. Διάφορα πάρε- δώσε με το κράτος, έκανε και τον αθλητικό παράγοντα, είχε κάτι άκρες στις λαϊκές, βόλευε κόσμο. Μέσα στα πράματα δηλαδή.

Τελευταία όμως οι δουλειές δεν πηγαίνανε καλά. Την είχε την επιχείρηση βέβαια, αλλά κάτι ακάλυπτες επιταγές, κάτι δουλειές με την κυβέρνηση που δεν του βγήκανε, είχε πάρει την κάτω βόλτα. Αξύριστος, με τα ίδια ρούχα συνέχεια και με μια κακοσυντηρημένη Μερσεντές δεκαετίας να του θυμίζει τις παλιές του δόξες.

«Δεν έχω ύπνο ρε Λευτέρη, ήξερα πως είσαι  ́δω, ήρθα να τα πούμε. Έχεις καμιά μπύρα;»

– Μπύρα όχι γιατί θα με πάρει ο ύπνος, αλλά ένα φραπεδάκι σπαστό το κερνάω. «Ας είναι», λέει.

«Ξέρεις, άμα ήμασταν εμείς πάνω δεν θα γινότανε αυτό. Εντάξει, είχε παραπάνω υπαλλήλους η ΕΡΤ, αλλά κι αυτοί οικογένειες έχουνε να θρέψουνε. Τι κόβεις έτσι το μεροκάματο ρε του κόσμου; Έτσι θα νοικοκυρέψεις το κράτος; Εμείς παλιά, ναι, τα μαγειρεύαμε κάπως, βγάζαμε λεφτά αλλά τα μοιράζαμε.Έφαγε με μας ο αγρότης και ο δημόσιος υπάλληλος γλυκό ψωμί! Δηλώνανε λέει παραπάνω στρέμματα οι περιβολαραίοι. Ε, ας δηλώνανε ρε μαλάκα, τα λεφτά που παίρνανε τα ξοδεύανε. Έμπαινε χρήμα στην αγορά. Κι αφού ρε πούστηδες κι εσείς τρώτε και το ξέρουμε, γιατί τρώτε μονάχοι σας και δεν δίνετε δουλειά στον κόσμο; Εγώ όταν ήμουνα με τον Κίμωνα στις Λαϊκές γυρνάγαμε και κοιτάγαμε τις τιμές αν είναι εντάξει, αλλά την άδεια δεν την πήραμε από κανέναν». Έκανε μια παύση κι έπειτα: «Αυτό είναι η Δεξιά παιδί μου, να τρώνε μονάχα τα κεφάλια. Για τον λαό τίποτα…»

– Ποιον Κίμωνα κυρ- Μανώλη;

«Τον Κουλούρη. Όταν είχε το Υπουργείο Ανάπτυξης κάπως βολευόμαστε. Κανείς δεν είχε παράπονο. Την ήξερε ο άνθρωπος τη δουλειά, όχι σαν κι αυτούς τους μαλάκες. Αλλά τόνε περιλάβανε τα κανάλια κι αυτόν, τον πολεμήσανε. Λαϊκιστής λέει και παλαιοπασόκος και ρουσφέτια και τα τέτοια. Άι σιχτίρ! Καλά έκανε ρε! Αλλά φταίμε κι εμείς,να το παραδεχτώ. Όλο στη διάσπαση. Ο Βενιζέλος να φάει την καρέκλα του Γιωργάκη, ο Λοβέρδος τα δικά του, σε λίγο θα έχει το κόμμα δέκα κεφάλια. Άμα βουλιάζει η βάρκα… Πριν κάνα χρόνο ήμαστε μαζί με τον Κουλούρη και κάτι άλλους συντρόφους και τα πίναμε κάπου κοντά στα Γραφεία. Του λέω, ρε Κίμωνα κάνε κάτι γιατί όλο στραβά πάει με το κράτος, τι θα γίνει θα με κλείσουνε; Τι να σου κάνω μου λέει δεν είμαι πια στα πράγματα, δεν με υπολογίζουνε. Τον πήρε το παράπονο: Εμένα, εμένα που έφτιαξα το κόμμα μαζί με τον Αντρέα. Που ήμουνα τόσα χρόνια στην Κεντρική Επιτροπή, πάντα στην πρώτη γραμμή. Οι κωλοεφημερίδες και τα κανάλια με φάγανε. Κι έπειτα γίναμε κι εμείς στο κόμμα από δυο χωριά. Από το κεφάλι βρώμαγε το ψάρι σύντροφε. Ο Γιωργάκης άμα δε λεγότανε Παπαντρέου ούτε για κλητήρας δεν θα πήγαινε. Αυτός πάει να μιλήσει και μπερδεύεται. Μ ́αυτόν θα ρίχναμε τη Δεξιά; ή με τον άλλο τον χοντρό τον Πάγκαλο; Σε λίγο θα πρέπει να συγκυβερνήσουμε και με τους άλλους, μπας και κρατηθούμε.

– Ντάξει ρε σύντροφε, πού θα πάει θα πέσει η Δεξιά, θα ξανάρθουμε πάνω.

– Αμήν Μανώλη, φεύγω τώρα πάω να πάρω την κόρη μου απ’ το φροντιστήριο.

– Ναι Κίμωνα του λέω, κι άμα μπορέσεις να βοηθήσεις με τίποτα δουλειές πες καμιά κουβέντα, εγώ πάντα βοήθαγα το κίνημα…

Αλήθεια. Και γραφεία διέθεσα για εκλογικό τμήμα, όταν μπορούσα, και στην τοπική τους έκανα τραπέζια, να μην το παινεύομαι Λευτέρη αλλά πάντα μπροστάρης ήμουνα σ’ αυτά. Ξέρεις πόσες φορές τους ξελάσπωσα; Τη ζωή μου ολόκληρη έδωσα για τον Αντρέα και για το κόμμα. Τέλος πάντων. Την άλλη μέρα είδα στην τηλεόραση τι έγινε στη Βουλιαγμένης. Πέρασε κάτι φανάρια με κόκκινο, τον σταματήσανε κάτι έγινε κει πέρα και τον τραβάγανε στο τμήμα. Ρε, τον πρώην υπουργό να τον τραβάνε μέσα ρε; Είναι κράτος αυτό; Παλιομπασκίνες, πιτσιρίκια ήτανε, οι πατεράδες τους κάνανε ζωή χαρισάμενη με το ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτοί είναι άπιστοι Θωμάδες, πάνε όπου γύρει η Λαμπρή. Τον πήρα τηλέφωνο καμιά βδομάδα μετά να δω τι κάνει, μη λέει ότι τον παίρνω μονάχα στην ανάγκη. Καλά ρε σύντροφε του λέω, γιατί δε ζήταγες μια συγγνώμη να τελειώσει το θέμα; Υπουργός ήσουνα, γνωστό το πρόσωπό σου,θα σ ́ αφήνανε.

– Δεν έκανα τσαμπουκά, ρε Μανώλη, αλλά θέλανε να μου κάνουνε αλκοτέστ. Λέω εντάξει να κάνουμε. Πάω να φυσήξω και ακούω έναν από δαύτους να λέει κάτι εξυπνάδες για μένα. Ήμουνα και φορτωμένος από πριν, ε, άι γαμήσου τσόγλανε λέω μέσα μου, πετάω το αλκοτέστ, ξέρετε ρε ποιος είμαι γω τους λέω, μπαίνω μέσα στ’ αυτοκίνητο και κάνω να φύγω. Αυτός ο βλάκας ο μπάτσος πετάχτηκε μπροστά μου, τον σκούντηξα λιγάκι με τον προφυλαχτήρα κι έκανε σαν να τον πάτησα. Μετά πέσανε πάνω μου και με θέλανε να μου κάνουνε μήνυση. Όλη τη νύχτα με τραβάγανε. Σα να ήμουνα εγκληματίας. Ούτε στη χούντα να είμαστε. Ε, το πήρανε τα κανάλια και το κάνανε θέμα.

– Και τι είπανε ρε Κίμωνα και νευρίασες έτσι;

– Τι είπανε;; Να λέει κοίτα, σήμερα δε φοράει eyeliner! Τ’ ακούς; Τα κωλόπαιδα..»

Λευτέρης Κάρκας. Ιούλιος 2020, Νέα Υόρκη.

257951943_10226396890173316_8693049452268038600_n

φωτό: Γιάννης Μισουρίδης

Βιογραφικό σημείωμα :

Ο Λευτέρης Κάρκας γεννήθηκε το 1979 στα Μέγαρα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Αθηνών. Εργάστηκε ως υπάλληλος στο οικογενειακό παντοπωλείο, ως κτηνοτρόφος, ως κοινωνικός λειτουργός στον χώρο της αποασυλοποίησης, ως νυχτοφύλακας και ως συλλέκτης παλιοσίδερου (σκραπ). Από το 2013 ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην ΤΡΥΠΑ.

Ένα σχόλιο »

  1. Παράθεμα: Η νύχτα που κλείσανε την ΕΡΤ – imaginistes

Σχολιάστε