Αντίο Λάζαρε…

Αναρτήθηκε από georgeRgR. 5/9/2011

Σήμερα το πρωί χαζεύοντας στο internet διάβασα πως ο Λάζαρος Ζήκος δεν βρίσκεται πλέον μαζί μας. Είναι η δεύτερη φορά φέτος που μαθαίνω με τέτοιο τρόπο πως ένας σημαντικός άνθρωπος της μικρής μας φανζίν σκηνής φεύγει…

Ο Λάζαρος ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο ήρθα σε επαφή μέσω του fanzines.gr. Θυμάμαι πως έψαχνα καιρό να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του, κι εκεί που είχα σηκώσει τα χέρια άπραγος είδα ένα μήνυμα του στα εισερχόμενα. Ήταν περίοδος που πλησίαζε το Comicdom Con και μου φαινόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τα πούμε κι από κοντά. Έτσι κι έγινε. Η επόμενη σκηνή που φέρνω στην μνήμη μου είναι τον jnegri, τον nk κι εμένα να χαζεύουμε με τις διηγήσεις του Λάζαρου για τους πρώτους ερασιτέχνες εκδότες του ’70, για τα κολλάζ και το cut ‘n’ paste, για το artwork των δίσκων των Dead Kennedys. Με αφορμή το σύντομο εκείνο «σεμινάριο» που μας έκανε, του πρότεινα να κάνει μια μικρή ομιλία για την πρώιμη ελληνική φανζίν σκηνή στο zinefest που ετοιμάζαμε τον περασμένο Μάη. Είχε δεχτεί με ενθουσιασμό να συμμετέχει μα το zinefest ναυάγησε. Αν με εκείνο το ναυάγιο είχα στεναχωρηθεί μια φορά, σήμερα στεναχωριέμαι πολύ περισσότερο μιας κι ο Λάζαρος εκτός από το ότι ήταν από τους πρωτοπόρους όλων αυτών για τα οποία γράφουμε εδώ, συνέχιζε μέχρι τέλους να εκδίδει το φανζίν του, το F-zine.

Αντίο Λάζαρε…

Υ.Γ. Ένα παλιό αφιέρωμα του Ως3.

ΛΑΖΑΡΟΣ ΖΗΚΟΣ Ιστορίες που θα σου έλεγα…

ΚΕΙΜΕΝO: SOLOUP
Δεν υπάρχουν λόγια να πει κανείς σε μια ξαφνική απώλεια ενός φίλου… στις 5/9/2011. Μόνο οι μνήμες μένουν για συντροφιά μας.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού που αγγίζει με τον δικό του τρόπο τα κόμικς, είναι ο Λάζαρος Ζήκος. Στη πραγματικότητα δεν «σκιτσάρει» απλά τη δουλειά του. Την κατασκευάζει από το τίποτα, ή καλύτερα, από όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας σκόρπια, πεταμένα και «άχρηστα». Είτε αυτά είναι χαρτόνια, στρατιωτάκια, βίδες κι εμπορικές συσκευασίες, είτε κουβέντες που λέγονται στον …αέρα, κουβέντες που γράφτηκαν σε κάποιο βιβλίο, εφημερίδα ή περιοδικό. Ζωγραφίζει, κολλάει, βάφει, τις σελίδες του ή τις κατασκευές του, επανασυνδέει και ξαναχρησιμοποιεί ετερόκλητα πράγματα. Παντρεύει το τυχαίο και την σύμπτωση με τον συνειρμό και την επιλογή. Διαμέσου αυτής της συναρμογής εκφράζεται ο Ζήκος, σχεδόν ενστικτωδώς. Κι αυτή η αισθητική ματιά περνάει και στους άλλους, αν κρίνω απ την απήχηση και τον ενθουσιασμό που έχουν τα κατασκευάσματά του σε όσους γνωρίζουν τη δουλειά του. Ο Λάζαρος είναι μια από αυτές τις ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές «υπάρξεις» της πόλης που δεν αναζητούν χαμόγελα ή φωτογραφήσεις. Που διασχίζουν τη ζωή τους στις σκιές των πολυκατοικιών της Αθήνας, αθέατοι απ τις δοσοληψίες των Μέσων. Τον θυμάμαι από παλιά (πριν τον γνωρίσω ως δημιουργό), σα φιγούρα βιβλιοπώλη, στην παλιά Πρωτοπορία. Επίσης αργότερα στις εκδόσεις Γνώση, στο info-cafe και τώρα στην Πολιτεία, όπου είναι ο χώρος της δουλειάς του. Άνθρωπος του …βιβλίου από πάντα. Εκτός από τα βιβλιοπωλεία, έχει δουλέψει σε βιβλιοδετείο, σε μοντάζ περιοδικών, έχει κάνει εξώφυλλα κι έχει εικονογραφήσει βιβλία σε πολλούς εκδοτικούς οίκους. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς όπως τη «Γνώση», την «Απόπειρα», την «Εστία», την «Κριτική», το «Βιβλιοπέλαγος». Ο Ζήκος δημοσίευσε πρώτη φορά comics του στο περιοδικό Panderma του Λεωνίδα Χριστάκη το 1973. Από τότε συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά όπως την «Κολούμπρα», την «Πράσινη Γάτα», το «Χαρακίρι», την «Τρύπα», την «Άλλη Πόλη», την .. «Ανοιχτή Πόλη», την «Ευτοπία», το «Έψιλον» της Ελευθεροτυπίας, το «ΔD», το «Big Bang», το περίφημο «Ιδεοδρόμιο», το «Bisumuth», την «Βαβέλ» και αλλού.

Με τη «Βαβέλ» η σχέση του δεν σταματά στις δημοσιεύσεις. Για ένα διάστημα είχε εργαστεί στο περιοδικό, ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής του 5ου Φεστιβάλ στο Γκάζι κι έργα του έχουν εκτεθεί κατ επανάληψη στον εκθεσιακό χώρο του βιβλιοπωλείου της Βαβέλ. Από εκθέσεις; «Ουκ ολίγες» σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Βόλο. Εκθέσεις ομαδικές και ατομικές με εικαστικά και τις περίφημες κατασκευές του, τα τρισδιάστατα χαρτονένια κάδρα, εκθέσεις με τα συνειρμικά κόμικς του. Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, έχουν αναστενάξει πολλά φωτοτυπικά μηχανήματα (προς μεγάλη ευχαρίστηση των φωτοτυπατζήδων και του ίδιου) στην προσπάθεια να υλοποιήσουν τις ιδέες του. Φωτοτυπίες ασπρόμαυρες σε χρωματιστά χαρτιά, για προγράμματα, για βιβλιαράκια, για αφισούλες και τρίπτυχα των εκθέσεών του και όχι μόνο γι’ αυτά. Μεγάλος συλλέκτης και αναγνώστης φανζίν, έχει μαζέψει εκατοντάδες από αυτά στο σπίτι του. Υπάρχει μάλιστα κι ένα μεγάλο αφιέρωμα στα φανζίν που έκανε στο περιοδικό ΔD.

Ο ίδιος βέβαια, δεν έμεινε απ’ όξω. Έχει αυτό-εκδώσει μέχρι σήμερα 4 φανζινάκια. Το ΝΗΠΑΡΝΤΟΥ-ΟΝΞ (1973), την ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ (1974), την ΣΑΛΑΜΑΝΤΡΑ (1977). Επίσης συμμετείχε στην έκδοση του OPEN ART (2001) . Το 1994 τύπωσε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (συγκεκριμένα 305 κομμάτια ) το βιβλιαράκι του… E.H.MADLOVE «Ιστορίες που θα σου έλεγα…». Από αυτό το βιβλιαράκι και την ιστορία «Η Μαγική Ράφτρα» προέκυψε το 1999 ένα δεύτερο βιβλίο το οποίο κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις του εικοστού πρώτου». Ο Λάζαρος δημιουργεί ανάμεσα στα ωράρια, ανάμεσα στους δρόμους με τα χαρτόκουτα, ανάμεσα σε βιαστικές σκέψεις βιαστικών ανθρώπων της πόλης. Στόματα που ξεστομίζουν ακαταλαβίστικα, κουβέντες που λέγονται γύρω μας διαρκώς, ενώ εμείς δεν ήμασταν εκεί. Ή που περνούσαμε τυχαία και τις ακούσαμε. Ή που μπορεί να ήμασταν εμείς οι ίδιοι που τις είπαμε. Οι ιστορίες του συνειρμοί, σαν δευτερόλεπτα-όνειρα. Μοιάζουν τόσο πολύ με την πραγματικότητα, κάτι μας θυμίζουν απ’ τον ξύπνιο, μα που ανήκουν αμετάκλητα σε μια άλλη εγγραφή της ανθρώπινης συνάφειας, της κοινωνικής συνδιαλλαγής. Μια αφηρημένη συνείδηση. Μια επανεγγραφή όσων λέγονται, ακούγονται, διαβάζονται ή εκπέμπονται. Από αυτά τα παραμελημένα κομμάτια των ανθρώπων, των αντικειμένων και του χρόνου που περισσεύουν μετά την ορθολογική χρησιμότητα. Αυτό κάνει ο Λάζαρος. Μαζεύει τα ρετάλια της ανθρώπινης ζωής για να τους δώσει μια νέα ευτελή ζωή. Μια ζωή που σιωπηλά αυτοσαρκάζεται και χαμογελά, σαν λιωμένη σελίδα πατημένης εφημερίδας που επιμένει ν’ αφηγείται αποσπασματικά, μια σημαντικότατη ιστορία που δεν μας ενδιαφέρει. Οι αφηγήσεις συνήθως στην έντεχνη καταγραφή τους, έχουν αρχή- μέση- τέλος. Τις ιστορίες του Λάζαρου, είναι σαν να τις συναντάμε κάπου στη μέση. Φανταζόμαστε την αρχή τους, αλλά μας διαφεύγει το τέλος. Τέλος δεν υπάρχει γιατί απλούστατα, τα κόμικς του Ζήκου μένουν για να μας τον θυμίζουν…

 

Τα χαρτόκουτα ονειρεύονται

Του Soloup

Ο Λάζαρος Ζήκος έφυγε νωρίς. Αλλά πρόλαβε να κάνει τα πρώτα underground φανζίν της μεταπολίτευσης, τα κόμικ του στη «Βαβέλ», τις ευφάνταστες κατασκευές από χαρτόκουτα, παλιά παιχνίδια και ευτελή αντικείμενα. Και, κυρίως, χωρίς ποτέ να ανακατευτεί με τις αυταρέσκειες των εικαστικών κυκλωμάτων.

«Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Ζωγραφίζει παιδιόθεν. Έχει συνεργαστεί με πολλά περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, με κόμικς, εικονογραφήσεις και εξώφυλλα βιβλίων. Έχει παρουσιάσει ζωγραφική και κατασκευές σε 11 ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές. Συνεχίζει να έχει αρμονική σχέση με τη μούσα του». Με αυτά τα ολίγα περιέγραφε ο Ζήκος τον εαυτό του στο τελευταίο, 13ο φεστιβάλ της «Βαβέλ», το 2009. Μόνο που αντί να τον εγκαταλείψει η… μούσα του, τελικά την εγκατέλειψε αυτός. Αρχές Σεπτέμβρη ο Ζήκος έφυγε πολύ βιαστικά. Τόσο βιαστικά που, φίλοι και άνθρωποι που λάτρεψαν την εμμονική όσο και παιχνιδιάρικη μανιέρα της δουλειάς του, στέκονται ακόμα σαστισμένοι.

Ταπεινός όπως και τα αυτοβιογραφικά του σημειώματα, ζούσε στη σκιά των εντυπώσεων και των αστικών μύθων. Ζωή που αποτύπωνε όχι μόνο στις εικονογραφήσεις και τα κόμικς, αλλά και στις ευφάνταστες εικαστικές κατασκευές του. Υλικά του ήταν τα πάντα: χρώματα, πινέλα, χαρτόκουτα, παλιά παιχνίδια ….τα πιο αναπάντεχα κι ευτελή αντικείμενα μα πάνω απ’ όλα τα χαμόγελα, τα νεύματα, τα συνοφρυωμένα φρύδια.

Ο Ζήκος δημοσίευσε πρώτη φορά comics του στο περιοδικό Panderma του Λεωνίδα Χρηστάκη το 1973. Τα underground φανζινάκια του -το Νηπαρντού-Ονξ (1973), η Αυτογνωσία (1974), η Σαλαμάντρα (1977) – ήταν από τα πρώτα του είδους στην Ελλάδα. Από τότε συνεργάστηκε με πολλά, κυρίως ανεξάρτητα περιοδικά, όπως η «Κολούμπρα», η «Πράσινη Γάτα», το «Χαρακίρι», η «Τρύπα», η «Άλλη Πόλη», η «Ανοιχτή Πόλη», η «Ευτοπία», το «Έψιλον» της Ελευθεροτυπίας, το «ΔD», το «Big Bang», το «Ιδεοδρόμιο», το «Bisumuth», η «Βαβέλ» το «Mov». Στη «Βαβέλ» μάλιστα υπήρξε από τους …μουτζαχεντίν του εντύπου, αφού συμμετείχε όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και ως συντονιστής, επιμελητής ακόμα και ως κουβαλητής ή απλός εργάτης στα στησίματα των φεστιβάλ. Για τα προς το ζην, εκτός από τις εκθέσεις, τις εικονογραφήσεις και τις κατασκευές του, δούλευε στο χώρο του βιβλίου. Στις εκδόσεις «Γνώση» αλλά και στα βιβλιοπωλεία «Πρωτοπορία» και «Πολιτεία».

Αναζητώντας δυο λόγια για τον Λάζαρο, τα στόματα όλων αδειανά. Και ποιος να πει τι, για… ποιόν Λάζαρο; Τον Λάζαρο της Βαβέλ; Τον Λάζαρο των εκδόσεων «Γνώση»; Της «Πολιτείας»; Των φανζινάδων; Των εικαστικών; Τον Λάζαρο της προγονικής πατρίδας του της Νάξου; Τόσα τα είδωλα του ίδιου μοναχικού αλλά ζεστού κι ευαίσθητου ανθρώπου.

Η δουλειά του, άκρως πρωτοποριακή, δεν ανηφόρισε ποτέ τη … Σόλωνος και δεν ανακατεύτηκε, συνειδητά, με τις υπεραξίες και τις αυταρέσκειες των εικαστικών κυκλωμάτων. Ο ιστορικός τέχνης Χριστόφορος Μαρίνος, αναφέρει για τον δημιουργό: «Ο Λάζαρος Ζήκος δεν χρειαζόταν πολύ χώρο για να εκφραστεί. Όπως μαρτυρούν οι ‘παραγωγές’ του, υπήρξε ανέκαθεν λάτρης της συμπύκνωσης και του εγκιβωτισμού. Στις πιο δυστοπικές στιγμές του έργου του αυτή η τακτική απηχούσε τον οργουελικό εφιάλτη, ενώ, στις πιο ανέμελες, τη σαγήνη της αθηναϊκής νύχτας και τη χαρά της επικοινωνίας με το μητροπολιτικό τοπίο. Πιστός στο πνεύμα της εναλλακτικής μπρικολάζ αισθητικής, ο Ζήκος εγκωμίασε τα κουτιά αξιοποιώντας τόσο τις χωρικές τους δυνατότητες όσο και τις μεταφορικές τους συνδηλώσεις (πολυκατοικία, τηλεόραση, πακετάρισμα, αποξένωση, κομφορμισμός, εικονοστάσι, φροϊδικό μοτίβο). Τα έργα του, όμως, δεν είναι απλώς πορτρέτα του ίδιου και καθρέφτισμα των εμμονών του – ιδωμένα μαζί, συνθέτουν ένα πραγματικά ξεχωριστό αναγνωστικό της αντεργκράουντ πλευράς της πόλης που ζούμε».

Δεν θέλω να μιλήσω εκ των υστέρων με μεγάλες κουβέντες για τη δουλειά του. Τα ειλικρινή «καλά» λόγια πρέπει να λέγονται κατά πρόσωπο. Έτσι θα κλείσω με ζωντανές κουβέντες, παρόντος του Ζήκου, στο αφιέρωμα του περιοδικού Ως3 (www.os3.gr) το 2004:

«Ο Λάζαρος δημιουργεί ανάμεσα στα ωράρια, ανάμεσα στους δρόμους με τα χαρτόκουτα, ανάμεσα σε βιαστικές σκέψεις βιαστικών ανθρώπων της πόλης. Στόματα που ξεστομίζουν ακαταλαβίστικα, κουβέντες που λέγονται γύρω μας διαρκώς, ενώ εμείς δεν ήμασταν εκεί. Ή που περνούσαμε τυχαία και τις ακούσαμε. Ή που μπορεί να ήμασταν εμείς οι ίδιοι που τις είπαμε. Οι ιστορίες του συνειρμοί, σαν δευτερόλεπτα-όνειρα… Μια αφηρημένη συνείδηση. Μια επανεγγραφή όσων λέγονται, ακούγονται, διαβάζονται ή εκπέμπονται, από αυτά τα παραμελημένα κομμάτια των ανθρώπων, των αντικειμένων και του χρόνου που περισσεύουν μετά την ορθολογική χρησιμότητα. Αυτό κάνει ο Λάζαρος. Μαζεύει τα ρετάλια της ανθρώπινης ζωής για να τους δώσει μια νέα ευτελή ζωή. Μια ζωή που σιωπηλά αυτοσαρκάζεται και χαμογελά, σαν λιωμένη σελίδα πατημένης εφημερίδας που επιμένει ν’ αφηγείται αποσπασματικά μια σημαντικότατη ιστορία που δεν μας ενδιαφέρει.Οι αφηγήσεις συνήθως στην έντεχνη καταγραφή τους, έχουν αρχή- μέση- τέλος. Τις ιστορίες του Λάζαρου, είναι σαν να τις συναντάμε κάπου στη μέση. Φανταζόμαστε την αρχή τους, αλλά μας διαφεύγει το τέλος…»

Λάζαρε, νομίζω πως μας «την έκανες», όπως στα έργα σου. Μας άφησες κάπου στη μέση.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ…

                                           Εδώ μπορείτε να ξεφυλλίσετε τη Σαλαμάντρα                                                

 

Έργα του Λάζαρου για την ΤΡΥΠΑ

4.

 και ο χαιρετισμός του…

Σχολιάστε