ΑΝΤΑΡΚΤΙΚΗ

By Sotos the Bohemian(*)

sotos 2 (1) 

Ένα πλαστικό κουτάλι και κάτι ψίχουλα πεσμένα στο πάτωμα, θλιβερά απομεινάρια του αεροπορικού γεύματος έδειχναν την αδεξιότητα και την ανυπομονησία του. Κι όσο κάτω από το αεροπλάνο γλιστρούσαν κι απομακρύνονταν οι ευρωπαϊκοί Μέλανες Δρυμοί, κι όσο η γη της Ασημένιας  Χώρας πλησίαζε, τόσο πιο νευρικός γινόταν.

Κάποτε έφτασε. Ακόμη και τα υπερατλαντικά ταξίδια κάποτε τελειώνουν. Το Μπουένος Άιρες ήταν ακριβώς αυτό που φανταζόταν διαβάζοντας τους τουριστικούς οδηγούς. Ένα βρώμικο Παρίσι. Μια πόλη σε οικονομική εξαθλίωση με κατοίκους που αναμασούσαν λίγο Τσε και λίγο Μαραντόνα. Περπατώντας στις ατελείωτες λεωφόρους σκεφτόταν τον τελικό του στόχο, την Ανταρκτική. Περνούσαν οι μέρες, υγρές και κολλώδεις, ίδιες με τις σκέψεις, που τις επέβαλαν η ζέστη και η υγρασία. Τα απογεύματα ο ουρανός βαφόταν με χρώματα θερμοπυρηνικά και σε συνδυασμό με το ασταμάτητο ουρλιαχτό  των σειρήνων των περιπολικών, είχε την αίσθηση πως κάτι ανεπανόρθωτο πρόκειται να συμβεί. Όμως όχι, ποτέ δεν συνέβαινε. Το μόνο που γινόταν ήταν ευχάριστες εκπλήξεις. Η τέχνη πανταχού παρούσα, καλοσιδερωμένη, άστραφτε. Τα φωνακλάδικα ασθενοφόρα, το μετρονομικό τέμπο των κομπρεσέρ, τα κλαψιάρικα μπαντονεόν και η φωνή της Μιλόνγκα, έμοιαζαν να συνθέτουν τις συμφωνίες του νέου αιώνα. «Το τάνγκο είναι μια θλίψη που χορεύεται» έλεγε ξανά και ξανά ένας γέρος μουσικός. Τα πολύχρωμα σπίτια στο λιμάνι της Μπόκα υπόσχονταν ανείπωτες ηδονές στους περαστικούς. Τα διανυκτερεύοντα βιβλιοπωλεία ήταν η καλύτερη παρέα του τις νύχτες της αϋπνίας.

Όταν το καλοκαίρι τελείωσε, αποφάσισε να αρχίσει να κατηφορίζει προς τον νότο. Οι τουρίστες σίγουρα θα είχαν φύγει τώρα. Στο δικό του ταξίδι για την Δαμασκό θα χρησιμοποιούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Καμιόνια, λεωφορεία, ακόμη κι άμαξες, όπως ο Μπουτς Κάσιντυ κι ο Σάντανς Κιντ που δεν έφευγαν απ’ το μυαλό του.  Δεν μπορεί σκεφτόταν, κάποιο δίκιο θα είχαν για να φτάσουν μέχρι εκεί κάτω.

Η Παταγονία είναι μια ατέλειωτη ευθεία. Ένας δρόμος που ποτέ δεν τελειώνει. Το αυτοκίνητο όσο γρήγορα κι αν πήγαινε έμοιαζε ακινητοποιημένο. Αισθανόταν σαν εκείνα τα χάμστερ μέσα στη ρόδα. Όλα είναι δρόμος, σιγοτραγούδαγε τον Αγγελάκα. Βλέποντας τον πρώτο παγετώνα κατάλαβε πως πλησίαζε. Το γλέντησε με ένα ουίσκι. Με πάγο είκοσι χιλιάδων ετών παρακαλώ. Συνέχιζε ανυπόμονος ενώ το τοπίο τον αποζημίωνε με εικόνες που μόνο σε ντοκιμαντέρ είχε δει. Τον γοήτευαν τα πάντα. Τα μπλε σπαθιά των παγόβουνων που καμία ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να αποτυπώσει,  τα νωχελικά πούμα, οι κόνδορες, ακόμη και οι αμίλητοι γκαούτσο του φαίνονταν συμπαθητικοί. Περνώντας τα στενά του Μαγγελάνου ήταν πλέον ένα βήμα πριν τον τελικό του προορισμό. Η Γη του Πυρός, όπως της άρμοζε, τον υποδέχτηκε επιφυλακτική, μπλαζέ και παγωμένη.

Φτάνοντας στην Ουσουάγια, την πόλη που στην είσοδό της περηφανεύεται πως είναι το τέλος του κόσμου, αναζήτησε τον Φάρο, που μέσα απ’ τις σελίδες του Βερν καθόριζε τα όρια του κόσμου στις παιδικές του περιπλανήσεις. Αυτόν τον φάρο που τον έκανε από τότε να σκεφτεί πως έπρεπε να πάει ακόμα παραπέρα. Να φτάσει μέχρι το τέλος. Μέχρι την Ανταρκτική. Ήταν εκεί και ήταν υπέροχος. Αναβόσβηνε ένα κίτρινο φως σκέτο κεχριμπάρι και ήταν σαν να του έκλεινε συνωμοτικά το μάτι. Σαν να του έλεγε εντάξει τα κατάφερες, σε περίμενα τόσα χρόνια αλλά τα κατάφερες.

Έκλεισε ένα δωμάτιο ακριβώς απέναντι. Κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη νύχτα που αντιστεκόταν, του ήρθε στο μυαλό ο φίλος του ο Γιάννης. «Το όριο δεν είναι προορισμός. Είναι πρόκληση για να το ξεπεράσεις». Από το ραδιόφωνο ξαφνικά ακούστηκε ο γέρο Ντύλαν “ How many roads must a man walk down, before you call him a man….

Πολλούς αγόρι μου, πολλούς, σκέφτηκε. Αλλά κάποτε φτάνεις.

Βρήκε τον καπετάνιο του παγοθραυστικού και δειπνήσανε μαζί. Συζητήσανε για τα διαδικαστικά, προμήθειες, εξοπλισμό και φυσικά για την αμοιβή. Μάλλον υπερβολική η τιμή –τα μισά μπροστά- αλλά δεν τον ένοιαζε. Έκλεισε την ασύμφορη συμφωνία χωρίς πολλά παζάρια.

Επιστρέφοντας το μόνο που φώτιζε τη γειτονιά ήταν ο φάρος. Ίσως γι αυτό δεν τους είδε. Ήταν δυο νεαροί με ρούχα του χιπ χοπ. Ο ένας κρατούσε πιστόλι τον σημάδευε και έτρεμε. Μάλλον η πρώτη τους ληστεία. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ενώ έκανε πως ψάχνεται για να κερδίσει χρόνο, ξαφνικά ένα αυτοκίνητο που δεν το είχε ακούσει κανένας απ’ τους τρεις τους, έστριψε απότομα από την πιο κοντινή γωνία  και φώτισε τη σκηνή σαν θεατρικός προβολέας… Ο νεαρός τρόμαξε και το πιστόλι εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα τον βρήκε στο κέντρο του στήθους. Έπεσε παραξενεμένος που δεν πονούσε. Το μόνο που άκουσε ήταν το τρεχαλητό των πανικόβλητων νεαρών. Το μόνο που ένιωθε ήταν νύστα. Άνοιξε τα μάτια και του φάνηκε πως είδε την Ανταρκτική να απομακρύνεται. Το κίτρινο φως του φάρου  άναψε κι έσβησε.

sotos 3

(*)Ο Μποέμ είναι τρόπος ζωής, ο μποέμ είναι συνήθως λόγιος ή καλλιτέχνης που ζει λιτά, ανέμελα, αμέριμνα, ξένοιαστα, χαρούμενα, διασκεδάζοντας και αδιαφορώντας για το αύριο. Μπορεί κατά καιρούς να περιφέρεται σαν πλάνητας ή να βρίσκεται σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη μόνιμα εγκατεστημένος. Η ζωή του είναι εντελώς αντισυμβατική και κάνει παρέα μόνον με ομοϊδεάτες του ενώ είναι εραστής της μποέμικης ζωής και του ελεύθερου έρωτα.

Διαβάστε επίσης:

Κατούρησε ο Κωλέττης;
Το καφέ της γωνίας

Σχολιάστε