Ο Δαλάι Λάμα κάνει σκέψεις οξυκωδόνης

Standard

  

του Στέλιου Παπαγρηγορίου

5. Foto_Dalai_Lama_Manuel_Bauer

Μπαίνοντας στην καφετέρια, ένα πρωινό του Ιουνίου, χαμογελώντας ανεξέλεγκτα, όπως έκανε πάντα σε αυτό το σημείο της σχέσης, τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή, ο Νίκος δεν περίμενε, κατά κάποιο τρόπο, να μεγενθυθεί μέσα στην όραση του η Τζένη καθώς εκείνος πλησίαζε εκεί που η Τζένη καθόταν (κοιτάζωντας με το ένα πόδι λυγισμένο ένα φυλλάδιο με σταθερό βλέμμα) και συνάμα να αισθανθεί έναν αυξανόμενο και υπόκωφο φόβο, σαν να μην ήξερε πως αυτό επρόκειτο να συμβεί, δηλαδή, η μεγένθυση της φυσικής παρουσίας της κοπέλας του μέσα στο οπτικό του πεδίο.

Αυτό το είδος της πρωτοφανής εμπειρίας χαρακτήριζε τους πρώτους δύο μήνες της σχέσης τους.

Φαινόταν πως δεν επρόκειτο να μαλώσουν ποτέ, και μέσα στην αρχιτεκτονική πρωτοτυπία αυτού του γεγονότος (μία σχέση χωρίς παράπονα και διατριβές ήταν μία νέα εμπειρία για τον Νίκο) η ανυπαρξία και η ζοφερότητα του μέλλοντος αποκτούσε ένα πλαισιομένο κάτι το οποίο ο Νίκος το αισθανόταν προσωπικά συναρπαστικό, όπως όταν κάποιος βάζει σιγανά στην τσέπη του κάτι από το σούπερ μάρκετ, κάτι μικρό αλλά ακριβό και ξεφεύγει χωρίς κανείς να τον δει.

Σε κάποιος σημείο ο Νίκος άρχισε να αισθάνεται άσχημα όταν ήταν μακρυά από τη Τζένη. Τον Αύγουστο, μία νύχτα που εκείνη ήταν έξω και έτρωγε με κάποιους τυχαίους φίλους της που ο Νίκος δεν γνώριζε, εκείνος έκλαψε λίγο (κατά 60% το προσπάθησε για να κλάψει αλλά το άλλο 40% ήταν ένα ειλικρινές αίσθημα παραμέλησης και ζήλειας) καθώς άκουγε από τον φορητό υπολογιστή του ένα από τα αγαπημένα της μουσικά άλμπουμ.

Μερικές εβδομάδες μετά, καθώς τρώγανε μάνγκο στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού του Νίκου, ο Νίκος παρατήρησε στην Τζένη πως δεν βοηθάει στο καθάρισμα του σπιτιού όσο θα έπρεπε. Εκείνη τον κοίταξε σιωπηλή και τα μάτια της βράχηκαν καθώς η διαύγεια τους διαλύθηκε σαν κάτι το ευπαθές και ο Νίκος άλλαξε το βλέμμα του ζαλισμένος από το ίδιο του το συναίσθημα που τον κατέκλυζε.

Ήταν ίσως η πρώτη φορά που η Τζένη έκλαψε μπροστά του. Ο Νίκος μπουσούλησε μέχρι το μέρος της στο ξύλινο πάτωμα και την αγκάλιασε ζητώντας την συγχώρεση της.

Τον Σεπτέμβριο ο Νίκος ήταν φανερά ενοχλημένος ή μυστηριωδώς και αδιαπέραστα αποκαρδιωμένος, σαν εκείνος μόνο να ήταν ο γνώστης μιας τρομερής αλήθειας (πράγμα το οποίο ήξερε πως δεν ίσχυε) αλλά ήταν ακόμα ικανός να αισθάνεται όμορφα πίνωντας παγωμένο fredo cappuccino ελαφρύ, χόρτο ή άλλα, διαφόρων ειδών φαρμακευτικά ναρκωτικά.

Του άρεσε η άποψη της Τζένης για τα ναρκωτικά που κατανάλωναν. Εκείνη υποστήριζε πως η μη γραμμικότητα της ύπαρξης τους τους επέτρεπε να έχουν μία σχεδόν μηδενική ανοχή στις χημικές ουσίες που έμπαιναν στον οργανισμό τους και πως ήταν το ίδιο (και ίσως προτιμότερο, αν και η Τζένη δεν ήθελε να σκέφτεται με συγκριτικούς όρους) να καταναλώνεις 0,5 mg βενζοδιαζεπίνης μέσα σε ένα κατάμεστο σινεμά πίνωντας το αναψυκτικό σου με το να τρως ένα μεγάλο κουτί ποπ κορν ή νάτσος με κίτρινη σάλτσα τυριού.

Ήταν όμως «κάπως» εξαρτημένοι, σε αυτό το σημείο, από την συχνή χρήση των φαρμακευτικών τους ναρκωτικών (μέχρι τον Αύγουστο ήταν το γεγονός που πάντα περίμεναν) αλλά περισσότερο από την αμοιβαία ευχαρίστηση που βίωναν κάνωντας ο ένας παρέα στον άλλο υπό την επήρεια τους.

Πρόσφατα είχαν αρχίσει να καταναλώνουν μεθαδόνη την οποία και κατάπιναν (η Τζένη είναι έναν θείο ο οποίος είχε ένα άσχημο ατύχημα με σκουτεράκι και έτσι είχε πρόσβαση στην ουσία, χωρίς την άμεση συγκατάβαση του θείου της) καθώς περιδιάβαιναν μέσα σε τερατώδης σε μέγεθος καταστήματα ρούχων και κινηματογράφους κοιτώντας ταινίες που συνήθως το μπάτζετ τους δεν υπερέβαινε τα 80 εκατομμύρια ευρώ, πριν φάνε ακριβά γαρνιρισμένες οργανικές σαλάτες σε σκοτεινά χορτοφαγικά εστιατόρια εκτός του κέντρου της Αθήνας και καταλήγωντας στο σπίτι του Νίκου κρατώντας ο ένας τα μέλη του άλλου, επιτρέπωντας στην επιμονή της ουσίας, σαν μία μακρόσυρτη
συγχορδία ξύλινου, ακριβού οργάνου, να τους αναλύσει μέσα σε κάτι που έμοιαζε να έχει τις ιδιότητες της πυρηνικής ενέργειας αλλά χωρίς τις εκρήξεις, σαν την τελευταία τους μη πολιτικά ορθή και ελαφρώς σαρκαστική πράξη της ημέρας.

Δέκα με δεκατέσσερις ώρες μετά θα ξυπνούσαν, νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, και το φως έξω θα είχε μία κίτρινη απόχρωση, σαν κάποιος να είχε πασπαλίσει τον κόσμο με χρυσόσκονη.

«Πρέπει να είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια» είπε ο Νίκος κοιτώντας την οθόνη και βάζωντας το δεξί του χέρι ανάμεσα από τους μηρούς της Τζένης. Έβλεπαν ένα ντοκυμαντέρ για το Νεπάλ. Ο Δαλάι Λάμα κάτι έλεγε για κάποιον. Ο Νίκος αισθάνθηκε να πέφτει αλλά ήταν ακόμα στην καρέκλα του γραφείου του, καθισμένος και κάτι έλεγε στη Τζένη.

Μερικές μέρες ο Νίκος ζούσε τη ζωή του πέντε λεπτά πιο μπροστά στο μέλλον.

«Θέλω να φάω δημητριακά» είπε η Τζένη.

«Πρέπει να πάρω τηλέφωνο για τα Oxycodone-α» είπε ο Νίκος με κρητική προφορά στο Oxycodone και ακούστηκε κάτι σαν οξυκοντόνια.

«Ο Δαλάι Λάμα κάνει σκέψεις οξυκωδόνης και καβαλάει λάμα και τρέχει με μεγάλες ταχύτητες μάλλον και γελάει» είπε η Τζένη.

«Δεν θέλω να πιστεύω κάτι τέτοιο» είπε ο Νίκος και έφερε τα δημητριακά στο μέρος που ήταν και ο φορητός υπολογιστής.

«Δεν ξέρω τι σημαίνει Δαλάι Λάμα» είπε η Τζένη.

«Ο Δαλάι Λάμα δεν σκέφτεται και είναι δυνατός σαν ταύρος, αυτό σημαίνει Δαλάι Λάμα» είπε ο Νίκος.

«Οι ταύροι δεν φοράνε γυαλιά» είπε η Τζένη.

«Ναι, αλλά οι ταύροι δεν σκέφτονται. Ο Δαλάι Λάμα δεν σκέφτεται» είπε ο Νίκος.

«Δεν ξέρω» είπε η Τζένη και σκέφτηκε μάνγκο και την επικείμενη επίσκεψη τους τον Οκτώμβριο στο Ηράκλειο για να δουν τους γονείς του Νίκου.

Δύο μέρες μετά ο Νίκος βγήκε από ένα κατάστημα ρούχων μέσα στο οποίο κάτι έκανε σε κάτι παπούτσια και τελικά τα φόρεσε και άφησε τα παλιά του παπούτσια μέσα στο δοκιμαστήριο. Δεν είχε πληρώσει για τα νέα παπούτσια και το είχε σχεδιάσει, ήταν προμελετημένο. Πήγε σπίτι και άρχισε να διορθώνει την καινούρια του νουβέλα στον φορητό υπολογιστή. Είχε τουλάχιστον είκοσι και tabs ανοιχτά στο Chrome και ήξερε μέσα του πως ήταν σχεδόν αδύνατον να τα κοντρολάρει ή να τα διαβάσει όλα ή έστω να τα βάλει σε μία τάξη μέσα στο μυαλό του.

Βρέθηκε με την Τζένη στην πλατεία Εξαρχείων και αγκαλιάστηκαν για πολλή ώρα, όπως εκείνου του φάνηκε, σαν να πενθούν, περπάτησαν για πολλύ ώρα χωρίς να κρατάνε χέρια, μπήκαν σε τρία βιβλιοπωλεία και ένα μαγαζί με δίσκους, αναρωτόμενοι εαν σε κάποια φάση θα καθόντουσαν κάπου για να φάνε μεσημεριανό.

Μετά από μερικά τετράγωνα, καθώς είχαν πάρει την ανατολική κατεύθυνση της περιοχής, ο Νίκος είπε κάτι για την αργή απάντηση της Τζένης στα μηνύματα του από το κινητό. Η Τζένη είπε πως ήταν με την Μαρία και δεν είχε καταλάβει τη δόνηση του κινητού της.

Μπροστά τους υπήρχε ένα σούσι εστιατόριο στο οποίο ο Νίκος είχει φάει πριν απο μερικά χρόνια που ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο, χωρίς φίλους και γεμάτος ανία. Καθώς το προσπερνούσαν η Τζένη ρώτησε τον Νίκο εαν ήταν εκνευρισμένος. Εκείνος είπε «ναι» με μία μονότονη φωνή ζόμπι και σταμάτησε στην διάβαση μπροστά από ένα σήμα STOP κοιτάζωντας τον δρόμο δεξιά και αριστερά σαν παιδάκι και με μία ζοφερή έκφραση προσώπου. Η Τζένη τον κοίταξε με μία μέτρια, «κάπως» βαρεμένη ανησυχία και στην επακόλουθη συζήτηση τους για τα «καθηστερημένα μηνύματα της» εκείνη είπε τη λέξη «συγγνώμη» τρεις φορές. Ο Νίκος είχε πάρει είδηση μία μικρή γάτα στα πόδια του που τον περιτριγύριζε και τριβόταν. «Είναι απερίσκεπτο, αυτό είναι όλο» είπε ο Νίκος και άρχισε να κοιτάει το κενό πέρα, μακρυά από το δρόμο, και το βλέμμα του προσγειώθηκε σε έναν γκρίζο τοίχο που έλεγε κάτι για Αγορά Χρυσού ή κάτι τέτοιο με χρυσάφι και λεφτά, συνεχόμενα σκεπτόμενος με μισώ, σαν να ήταν χαρακτήρας σε video game και κάποιος του πατούσε το κουμπί με μισώ και στη συνέχεια είπε στη Τζένη πως θα πήγαινε σπίτι του, μόνος του.

«Χριστέ μου, θα πας πάλι σπίτι σου;» είπε η Τζένη.

«Ναι» είπε ο Νίκος κάπως μη συγκεκριμένα.

«Θα πας πάλι σπίτι σου» είπε η Τζένη.

Ο Νίκος την κοίταξε με ένα κενό βλέμμα το οποίο κατά κάποιο τρόπο περιείχε ένα ελάχιστο νευρικότητας και ανυπομονησίας. Στι περισσότερες περιπτώσεις διαφωνίας ο Νίκος το μόνο που έκανε (και που υπέθετε ήταν το μόνο που ήταν ικανός να κάνει) ήταν να χαμογελάει ανεξέλεγκτα σαν ηθοποιός που έπαιζε σε ταινίες για πολλά λεφτά και τώρα ήταν έτοιμος να βγει στη σύνταξη, ακόμα νέος και ωραίος και με τα media να τον αγαπάνε. Η Τζένη χαμογέλασε υπονοώντας μία υπόγεια συμφωνία μεταξύ τους πως η ζωή ήταν μία φευγαλέα ακολουθία πράξεων και κινήσεων μέσα στην οποία εκείνοι επέλεγαν πως θα ένιωθαν και πως θα συμπεριφερόντουσαν και μέσα στην οποία θα ξαναάρχιζαν να κάνουν πράγματα μαζί μέχρι την αιωνιότητα. Ένα πράγμα το οποίο στην παρούσα στιγμή της διαφωνίας τους δεν συναίβει.

«Προβλήματα σχέσης» είπε ο Νίκος στον Γιώργο στο Gmail chat. Ο Νίκος έβλεπε τους φίλους σαν μέσα για να γνωρίζει καινούριες κοπέλες σε αντίθεση με την Τζένη η οποία έβλεπε τους φίλους σαν «φίλους». Το είχαν συζητήσει (το θέμα με τους φίλους) και είχαν καταλήξει πως ο Νίκος είχε το γράψιμο του και η Τζένη τους φίλους της.

«Ίσως πρέπει να περνάτε λιγότερο χρόνο μαζί» είπε ο Γιώργος στο Gmail chat.

«Αισθάνομαι μόνος όταν βγαίνει με άλλους» είπε ο Νίκος στο Gmail chat.

«Είναι περίεργο. Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι όταν εκείνη είναι απασχολημένη».

Ο Νίκος κοίταξε την οθόνη του φορητού του και είχε έναν όχι και τόσο σαρκαστικό φόβο ο οποίος κράτησε τρία δευτερόλεπτα και μετά έφυγε.

«Είναι κάτι που διάβασα στο Κοσμοπόλιταν» είπε ο Γιώργος σαρκαστικά.

«Δεν ξέρω. Φαίνεται να είναι τρομερό» είπε ο Νίκος.

«Νομίζω πως είσαι ΟΚ» είπε ο Γιώργος στο Gmail chat.

«Μάλλον δεν θα μιλήσουμε απόψε» είπε ο Νίκος.

Δεν μίλησαν αλλά την άλλη μέρα ο Νίκος έστειλε μήνυμα στην Τζένη και έφαγαν μαζί βραδυνό και ήπιαν χόρτο και μπύρα και είδαν μία ταινία κούνγκ φου με τον Τσάκι Τσαν.

Τον Οκτώμβριο επισκέφτηκαν τους χωρισμένους γονείς της Τζένης στη Θεσσαλονίκη.

Ο πατέρας της Τζένης έδωσε στο Νίκο ένα ημερολόγιο του που ο ίδιος είχει εκδόσει με δικά του χρήματα και το οποίο ήταν περίπου 700 σελίδες σε έκταση. Οι γονείς της Τζένης τους πήγαν σε ένα τερατώδες σουβλατζίδικο κάπου στα Λαδάδικα το οποίο θύμιζε μουσείο του 1821 με χαμηλό φωτισμό και ενοχλητική μουσική με ελληνικό στίχο. Το βράδυ ο Νίκος είχε πυρετό και η Τζένη του έδωσε Panadol extra και του έφτιαξε σούπα με μπρόκολο και στον καναπέ της είδαν μία ταινία με μία τυφλή γυναίκα που σκότωσε τον άντρα που την βίασε πετώντας το μόριο του στη φωτιά.

Η Τζένη πήγε τον Νίκο στο αεροδρόμιο για πάρει την πτήση του για Αθήνα αλλά εκεί έμαθαν πως η πτήση είχε ακυρωθεί λόγω αέρα. Ο Νίκος αισθανόταν ελαφρύς και γεμάτος ανία. Ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και ο Νίκος φαντασιώθηκε μία ναρκωμένη έκδοση του εαυτού του να τρώει καρότο μέσα από ένα βαθύ τηγάνι μιλώντας την γλώσσα των σκίουρων αλλά κατά κάποιο τρόπο εκείνη η γλώσσα ήταν τα Ρωσικά.

«Θέλω να πάμε στο ΙΚΕΑ» είπε ο Νίκος.

«Θέλεις να πάμε στο ΙΚΕΑ;» είπε η Τζένη.

Ακολούθησε πολλή ώρα οδήγησης.

«Μόλις πέρασες την έξοδο για το ΙΚΕΑ» είπε ο Νίκος.

«Δεν το πρόσεξα» είπε η Τζένη.

«Θέλεις ακόμα να πάμε;»

«Δεν ξέρω».

Ο Νίκος έκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε το αυτοκίνητο είχε παρκάρει στο ΙΚΕΑ.

«Είμαι θυμωμένη μαζί σου» είπε η Τζένη.

«Γιατί;» είπε ο Νίκος.

«Δεν είμαι δεκαπέντε χρονών» είπε η Τζένη.

«Δεν είσαι».

«Φαίρεσαι σαν να είμαι» είπε η Τζένη.

«Είμαι άρρωστος και έχω πυρετό» είπε ο Νίκος.

«Δεν είσαι δεκαπέντε χρονών» είπε η Τζένη.

«Θέλω να χωρίσουμε» είπε ο Νϊκος.

Γύρισαν πίσω και ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Νίκος αισθανόταν σαν να ήταν μέσα σε ταξί. Της είπε να τον πάει πίσω στο αεροδρόμιο. Η Τζένη βγήκε πάλι από το αυτοκίνητο και πήγε μία βόλτα. Ο Νίκος κοιτούσε το παμπρίζ του αυτοκινήτου με μία ουδέτερη έκφραση προσώπου. Υπήρχε ένας δρόμος και κάτι χόρτα. Θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρός η μαμά του τον άφηνε να ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της καθώς εκείνη έκανε τα ψώνια του σπιτιού. Θυμήθηκε επίσης μία φορά που είχε μπει μέσα σε μία γεμισμένη μπανιέρα και είχε φοβηθεί γιατί δεν μπορούσε να δει τον πάτο της.

Η Τζένη μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο χωρίς να κλαίει πλέον. «Πήγαινε με στο σπίτι σου», «Θα πάρω ταξί το πρωί» είπε ο Νίκος.

Στο σπίτι της, πάνω στον καναπέ της, τώρα ο Νίκος χαμογέλασε. Κάτι πιο πριν μέσα του πεθαμένο, αναστήθηκε και ψυχαγογούνταν μόνο του, άγγιζε πράγματα και πηδούσε από μαξιλαράκι σε μαξιλαράκι, χαρούμενο τώρα. Η έκφραση της Τζένης, στην απέναντι πλευρά του καναπέ φαινόταν να είναι επίτηδες αδιευκρίνιστη.

Ο Νίκος είπε πως ήθελε να έχει μόνιμη σχέση και πως δεν εννοούσε αυτό που είπε προηγουμένως στο αυτοκίνητο.

Την πλησίασε, την αγκάλιασε και, πίσω από το κεφάλι της, χαμογέλασε με ένα αίσθημα μυστικοπάθειας, αισθανόμενος λίγο σαν «δαίμονας» ή «διαβολάκι».

Στο αεροπλάνο πίσω για την Αθήνα ο Νίκος άπλωσε το πρόσωπο του στο καθισματάκι του φαγητού σκεπτόμενος επαναλαμβανόμενα με μισώ, ήπιε ένα ποτήρι καφέ και διάβασε λίγο από το τυπωμένο ημερολόγιο του πατέρα της Τζένης. Σεξουαλικά προβλήματα με την μητέρα της Τζένης, πρόβλημα με την εταιρία του και πέντε σελίδες με υπερβατικό σεξ με την νέα γυναίκα του.

Ο Νίκος αισθανόταν στις σχέσεις του απογοήτευση, σαν αποτέλεσμα μίας αυτοσυγκράτησης του ενθουσιασμού του για το μέλλον της σχέσης του, κάτι το οποίο εμπεριείχε μία σιωπηρή πιθανότητα να βρει μία πιο ικανοποιητική σχέση με ένα άλλο άτομο τους επόμενους μήνες ή χρόνια.

Με την Τζένη, με την οποία ένιωθε πιο κοντά από τις προηγούμενες κοπέλες που είχε (της το είχε αναφέρει αλλά δεν ήταν σίγουρος εαν εκείνη τον είχε πιστέψει) είχε αποφασίσει πως εαν του ξανασυνέβαινε εκείνη η προαναφερθείσα απογοήτευση θα έφτανε στο ζοφερό συμπέρασμα πως ο ίδιος έπασχε από ένα βαθειά ψυχολογικό, ίσως ακόμα και γενετικό, πρόβλημα.

Καθόλη τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας κάθε ένας από τους δύο «τελείωσε» τη σχέση τους (η Τζένη λέγωντας μία νύχτα με πολύ χαλαρό τόνο πως ίσως θα έπρεπε να είναι μόνο φίλοι αλλά μετά από λίγες ώρες στέλνωντας email στο Νίκο αναρωτιόταν γιατί του είπε κάτι τέτοιο και ο Νίκος έκανε ακριβώς το ίδιο με πιο αιχμηρή γλώσσα, με αποτέλεσμα τον χωρισμό τους για δέκα συνεχόμενες ημέρες), τώρα όμως κατέληγαν να είναι πιο σταθερά μαζί και ίσως πιο «ωμά», όπως ένα μαγνητάκι ξεκολλάει συνεχώς από το ψυγείο μέχρι που το κομμάτι του μαγνήτη σπάει από το πλαστικό και απλά καταλήγεις να το κολλάς με ταινία μόνο και μόνο για να μείνει πάνω στο ψυγείο για πάντα, μέχρι να πεθάνεις.

Αρχές Νοέμβρη, για περίπου μία εβδομάδα, ο Νίκος αισθανόταν χάλια με έναν καλυμμένο, διανοητικά τρομερό, λόγω της ανικανότητας να βρεθεί η πηγή του, τρόπο και αυτό το αίσθημα δεν ήταν δυνατόν καν να αρθρωθεί από μέρος του Νίκου και έτσι αποφάσισε αμέσως να το μπλοκάρει ολοκληρωτικά, σαν αυτή να ήταν η σωστή κίνηση που έπρεπε να γίνει. Ήλπιζε να αναπτύξει μία μορφή απάθειας, σαν να ήταν ένα άλλο πρόσωπο από εκείνο που ήταν ήδη. Οι διαδικασία της σκέψης του είχε πλέον γίνει ανακόλουθη και ήταν δύσκολο να ξεκαθαρίσει τι σκέφτεται. Η Τζένη άρχισε να μένει κάποιες νύχτες στην εστία της στη Ζωγράφου και μιλούσε με τους φίλους της από το πανεπιστήμιο, όλοι από την Θεσσαλονίκη.

Μία νύχτα η Τζένη υποστήριξε πως ο Νίκος την «μισούσε» και ο Νίκος της επισύμανε μία παρελθούσα στιγμή όπου ήταν πολύ καλός μαζί της και στοργικός για να της αποδείξει το αντίθετο. Η Τζένη είπε πως εκείνος ήταν πάντα «πιωμένος» όταν ήταν καλός μαζί της. Ο Νίκος χαμογέλασε και είπε «όχι» χωρίς να μπορεί να το δικαιολογήσει με επιχειρήματα.

Μία νύχτα η Τζένη του έστειλε email λέγωντας του πως ίσως να πήγαινε για τέσσερις μήνες στο Βερολίνο, κάτι σαν ανταλλαγή φοιτητών ή κάτι τέτοιο. Όταν είχαν βγει για να πάνε να δούνε μία ταινία την επόμενη νύχτα ο Νίκος είπε στη Τζένη πως δεν ήξερε αν ήθελε να είναι μαζί με κάποιον που το επίπεδο της δέσμευσης του του επέτρεπε να λείπει για τέσσερις μήνες από το άλλο του μισό. Η Τζένη είπε «ίσως να μην πάω» και μετά από λίγο είπε «πως μας βλέπεις σε πέντε χρόνια;».

«Βλέπω το ιδεώδες, να είμαστε μαζί» είπε ο Νίκος.

Ένα απόγευμα που περίμεναν να καθίσουν σε ένα εστιατόριο η Τζένη είπε πως δεν θα πήγαινε στο Βερολίνο αλλά θα πήγαινε για Πρωτοχρονιά στην Ελένη στη Ρώμη.

Ο Νίκος εστίασε στην ζώνη της Τζένης, εκεί υπήρχε ένα μικρό λαγουδάκι ή κάτι τέτοιο που δεν ήξερε τι είναι, και είπε πως αισθανόταν απογοητευμένος που εκείνη ήθελε να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων μακρυά του. Η Τζένη είπε πως θα ήταν μαζί τα Χριστούγεννα και πως θα πήγαινε στη Ρώμη την Πρωτοχρονιά μόνο.

Μετά που είχαν καταναλώσει από το στόμα Xanax και μεθαδόνη, ο Νίκος είπε πως δεν τον ένοιαζε να περάσει την Πρωτοχρονιά με την Ελένη στη Ρώμη εαν κι εκείνη το ήθελε πολύ. Της είπε πως ο μόνος τρόπος για να την επηρεάσει και να μείνει μαζί του την Πρωτοχρονιά (ξέρωντας, με μία αίσθηση ευχαρίστησης και ψυχαγωγίας πως τα ναρκωτικά τον έκαναν λογικό, σαν με κάποιο τρόπο να είχε ταξιδέψει πάλι στο μέλλον και να μιλούσε από κάποιο τηλεοπτικό πάνελ συμβούλων γάμου και σχέσεων) ήταν το να είναι καλός μαζί της, με αποτέλεσμα εκείνη να θέλει από μόνη της να μείνει μαζί του την Πρωτοχρονιά.

Της το είχε πει ξανά πως το να παραπονιέται δεν ήταν η ιδεώδης συμπεριφορά του.

«Θέλω να περάσω την Πρωτοχρονιά με την Ελένη στη Ρώμη» είπε η Τζένη και ο Νίκος την ενθάρρυνε να το κάνει. Η Τζένη μετακινήθηκε στο τραπέζι και πήγε από το δικό του μέρος.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και τάισαν με τα κουτάλια τους ο καθένας το στόμα του άλλου μπουκιές από το εσωτερικό μίας πίτας κολοκύθας που έμοιαζε με τροφή μωρού, κρεμώδης και απαλή.

Η Τζένη ανέφερε κάτι για εισιτήρια για το Ηράκλειο με το αεροπλάνο και ο Νίκος είπε αδιάφορα «κάπως» ναι, σκεπτόμενος πως ήταν ναρκωμένος και πως αύριο ίσως να μην ζούσε καν ή ίσως να μην ήθελε να πάει στο Ηράκλειο και να δει τους γονείς του μαζί με τη Τζένη.

Τις επόμενες ημέρες δεν μάλωσαν καθόλου παρά μόνο, και από τους δύο, υπήρχε ένα αίσθημα μητρότητας προς τον άλλο. Ο Νίκος άρχισε να αισθάνεται «φιλοσοφικός» σε περιπτώσεις που κανονικά θα αισθανόταν «εκνευρισμένος». Ίσως, σκέφτηκε, σε αυτό το σημείο που είχε φτάσει να μην μπορούσε να ξεχωρίσει εαν απλά δεν σκεφτόταν μη λογικά και αν η ηρεμία του προερχόταν από κάτι το αμυδρά υπερβατικό. Ζούσε τα γεγονότα με μία έλλειψη δυσπιστίας η οποία μετουσιωνόταν σε μία μετρίου μεγέθους αφηρημάδα, και μέσα του αλλά και έξω του. Κυρίως επικεντρωνόταν στο να είναι ήρεμος, πράγμα το οποίο γινόταν πιο δύσκολο κάθε μέρα που περνούσε και που δεν παραπονιόταν για τίποτα με επιτυχία.

Τις προάλλες όταν στεκόταν πίσω από τη Τζένη, χωρίς εκείνη να τον έχει καταλάβει πως στέκεται πίσω της, σε ένα εστιατόριο με έτοιμα σάντουιτς καθώς κρατούσε ένα νερό καρύδας, ο Νίκος αισθάνθηκε τρομερά μόνος και δημιουργήθηκε μέσα του μία απόδειξη πως ακόμα και εκείνη μπορούσε να έχει την συνηθισμένη ηλίθια έκφραση κάποιου που περιμένει και κοιτάει το κενό σε έναν δημόσιο χώρο.

Όταν πήγαν στο πάρτυ για την κυκλοφορία ενός καινούριου περιοδικού, ο Νίκος παραιτήθηκε από την προσπάθεια να μιλάει. Δεν είχαν ναρκωτικά μαζί τους και δεν είχαν όρεξη να ψάξουν για να βρουν. Ο Νίκος αισθανόταν περισσότερο σαν «να κινείται μέσα στο διάστημα» περισσότερο απ’ ότι «να περπατάει στο πεζοδρόμιο». Μία αίσθηση που συνήθως τον παρηγορούσε ή τον διήγειρε και που τώρα όμως τον έκανε σχιζοφρενικό.

Κοίταξε το κενό με μία έκφραση προσώπου που θα αντιπροσώπευε μάσκα παρά ανθρώπινο κεφάλι και προσπάθησε να θυμηθεί που ήταν πέρσι τέτοιο καιρό και τι έκανε.

«Είσαι καλά;» ρώτησε η Τζένη.

«Ναι» είπε ο Νίκος χωρίς να σκεφτεί.

Μετά από οχτώ τετράγωνα περπατήματος και χωρίς να μιλάνε η Τζένη άρχισε να χαμογελάει ανεξέλεγκτα και ο Νίκος την μιμίθηκε αισθανόμενος «απαίσια». Κοίταξε κάπου πιο πέρα και είπε «τι». Κάπου μέσα του πίστευε πως η Τζένη τον συμπαθούσε τόσο πολύ που τελικά θα κατάφερνε να ξεπεράσει την αρνητικότητα του. «Τίποτα» είπε η Τζένη. «Γιατί χαμογελάς;» ρώτησε ο Νίκος. «Για τίποτα, για τη ζωή γενικά, για την κατάσταση μας» είπε η Τζένη.

Στο πάρτυ είδαν κάποιον που ο Νίκος είχε γράψει κακά λόγια γι’ αυτόν στο ίντερνετ και αμέσως πλησίασαν τον Σταύρο, έναν γνωστό τους που ήταν σχετικά εύκολος στην κουβέντα και άρχισαν να μιλάνε για ταινίες.

Η Τζένη ρώτησε τον Νίκο εαν ήθελε τίποτα να πιει κι εκείνος είπε «μπύρα». Εκείνη του έφερε αυτό που ήθελε και μετά, σαν ζώο που απλά θέλει να αποφύγει μία άσχημη κατάληξη, τον απέφυγε με μία κυκλική σχεδόν κίνηση και προχώρησε προς το βάθος. Ο Νίκος σκέφτηκε πως ίσως ήθελε να μείνει μόνη και πως τον είχε βαρεθεί ή πως του άφηνε χώρο να κοινωνικοποιηθεί μόνος του χωρίς να είναι και εκείνη παρούσα.

Μετά από μερικές ώρες, κρατώντας πλέον το τέταρτο ποτό τους και κοιτάζωντας περίπου καμιά εξηνταριά άτομα μπροστά τους να μιλάνε συνεχόμενα και όλοι μαζί, ο ένας έψαχνε τον άλλο. Ο Νίκος κοίταξε κάτι κόκκινες μπότες που φορούσε μία κοπέλα και τα χοντρά γυαλιά ενός άλλου τύπου. Πήγε κοντά στην Τζένη και της ακούμπησε τον ώμο, σαν ένα μικρό παιδί που ακουμπάει ένα ζώο που κοιτάει αλλού. Το καταθλιπτικό βλέμμα της Τζένης φαινόταν να τον επηρεάζει αλλά και να μην τον επηρεάζει ταυτόχρονα. Ο Νίκος την ρώτησε εαν ήθελε να φάνε κάπου, κάτι και εκείνη είπε αν εκείνος ήθελε και ο Νίκος είπε «δεν ξέρω».

Μία άλλη φορά, καθώς καθόντουσαν σε κάποιο πεζούλι στο κέντρο, διαφωνούσαν έντονα για κάποιο απροσδιόριστο και ξεχασμένο πλέον ζήτημα όταν ο Νίκος παρατήρησε πόσο όμορφη ήταν και αναρωτήθηκε γιατί δεν τον παρατούσε για να βρει κάποιον άλλο και γιατί συνέχιζε να του μιλάει.

«Θα συστήσω τον Μάνο σε κάποιον» είπε ο Νίκος στη Τζένη. Ο Μάνος φαινόταν να είναι μεθυσμένος και καθόταν σε ένα σημείο του πάρτυ που όλοι ήταν όρθιοι και στριμωγμένοι σαν να κοιτούσαν μία ανύπαρκτη συναυλία.

«Θέλεις να γνωρίσεις την Μαίρη; Το μπλογκ της έχει πολλές επισκέψεις» είπε ο Νίκος στον Μάνο.

«Με καβλώνει νομίζω» είπε ο Μάνος.

Ο Νίκος κοιτούσε τον κόσμο και μετά το βλέμμα του έπεσε πάνω στη Τζένη και το πρόσωπο της της φάνηκε ξένο σαν μία πλαστική σακκούλα που κολλάει με τον άνεμο σε μία κολώνα. Εκείνος ήξερε πως τον είχε δει να κοιτάει και να χαμογελάει σε ένα πολύ όμορφο κορίτσι.

«Μήπως θέλεις να φύγουμε τώρα;» ρώτησε ο Νίκος τη Τζένη.

«Μπορείς να μιλήσεις λίγο ακόμα με το Μάνο εαν θέλεις» είπε εκείνη. Ο Νίκος είπε πως δεν θέλει.

«Είσαι σίγουρος;».

«Πάω να τον χαιρετήσω, έρχομαι αμέσως» είπε ο Νίκος.

Ο Νίκος πλησίσασε τον Μάνο και του είπε «μου φαίνεται πως δεν δίνω αρκετή σημασία στη Τζένη».

«Αυτό είναι αστείο, εμένα η Ελένη μου είχε πει πως είστε συνεχώς μαζί και όλο της μιλάς» είπε ο Μάνος.

Ο Νίκος σκέφτηκε πως η ζωή ήταν παράξενη και σπαστική και τυχαία και ότιναναι. «Φεύγω» είπε ο Νίκος.

Βγήκαν με την Τζένη στο πεζοδρόμιο.

«Τι θες να κάνουμε τώρα;» είπε ο Νίκος.

«Δεν ξέρω. Βαρέθηκα να σε περιμένω τόση ώρα εκεί μέσα» είπε η Τζένη.

Προχώρησαν με τα σώματα τους γερμένα μπροστά, σαν και οι δύο να ήθελαν να φτάσουν πιο γρήγορα από τον άλλο στο ανύπαρκτο τέρμα, σαν αγώνας δρόμου ή κάτι τέτοιο.

«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο» είπε ο Νίκος και σταμάτησε.

Σταμάτησε και η Τζένη και τον κοίταξε.

«Τι έχεις;» ρώτησε ο Νίκος τη Τζένη.

«Με αγνοείς όλο το βράδυ» είπε η Τζένη.

«Σε αγκάλιασα εκεί που καθόσουν» είπε ο Νίκος.

«Όλο το βράδυ μιλούσες με άλλους» είπε η Τζένη.

«Σε είδα να απομακρύνεσαι από μένα και μπερδεύτηκα» είπε ο Νίκος.

Ο Νίκος αισθάνθηκε, κοιτάζωντας το βλέμμα της Τζένης, πως μάλλον ήταν αδύνατον να καταλάβουν ο ένας τον άλλο σε αυτή την διάσταση και σε αυτό το ηλιακό σύστημα, ήταν σαν μία αμοιβάδα να προσπαθούσε να φτιάξει την προσωπική την ιστοσελίδα χρησιμοποιώντας CSS.

«Απλά σιγά, σιγά χάνω το ενδιαφέρον μου» είπε ο Νίκος.

Η Τζένη άρχισε να κλαίει σαν να μην το περίμενε και η ίδια. Ο Νίκος της είπε πως ήταν επηρεασμένος από την επιθυμία της να πάει στο Βερολίνο.

«Πήγαινε πίσω στο πάρτυ, θα μιλήσουμε αύριο» είπε η Τζένη.

«Δεν νομίζω πως πρέπει να χωριστούμε αυτή τη στιγμή» είπε ο Νίκος.

«Πέρνα λίγο καλά με τους φίλους σου και μιλάμε αύριο» είπε ειλικρινά η Τζένη.

«Αν χωριστούμε τώρα, όλα τελείωσαν» είπε ο Νίκος κάπως «δραματικά».

«Δεν χρειάζεται να γίνει έτσι, θα μιλήσουμε αύριο».

«Πηγαίνω σε πάρτυ μόνο για να βρω γυναίκα» είπε ο Νίκος. Η Τζένη κοίταξε κάτω και έκανε πως δεν το άκουσε αυτό. Ο Νίκος τη ρώτησε εαν ήθελε να φάνε παρέα. Εκείνη είπε πως δεν ήθελε να του μιλάει αυτή τη στιγμή.

Του είπε καληνύχτα και χωριστήκανε. Ο Νίκος έμειενε να κοιτάει την πλάτη της που απομακρυνόταν και νόμιζε πως έπαιζε κάποιο παιχνίδι στο Playstation.

Ο Νίκος γύρισε και περπάτησε προς το πάρτυ. Με την άκρη του ματιού του είδε τη Τζένη να γυρνάει και να τρέχει προς το μέρος του. Σκέφτηκε πως της άρεσαν πολύ οι Velvet Underground. Δεν ηξερε γιατί το σκέφτηκε αυτό εκείνη τη στιγμή.

«Νίκο που πας;» ρώτησε η Τζένη.

«Τι εννοείς; Στο πάρτυ» είπε ο Νίκος.

«Εντάξει» είπε η Τζένη και ξαναγύρισε να φύγει.

Περπάτησε ένα βήμα και άρχισε να κλαίει. Ο Νίκος σκέφτηκε να την παρηγορήσει. Μετά σκέφτηκε να την σπρώξει σαν πλαστελίνη στον τοίχο και έτσι να την κάνει να ξεχάσει αυτό που την έκανε να στεναχωριέται.

Σκέφτηκε να την αποκεφαλίσει με την αγάπη του αλλά δεν ήξερε πως το κάνεις και αν μπορεί κάποιος να σε κλείσει φυλακή γι’ αυτό και γενικά εαν θα μπορούσε να βρει κάπου μέσα στους διαδρόμους της ύπαρξης του εκείνη την αγάπη.

Το μέσα του θύμιζε πιο πολύ νοσοκομείο για ψυχικά ασθενείς παρά με οτιδήποτε άλλο. Όλα ήταν γυαλιστερά εκεί μέσα, και δεν μύριζαν τίποτα και όλοι οι ασθενείς ήταν ναρκωμένοι και σίγουροι για τον εαυτό τους.

Ο Νίκος την ρώτησε εαν ήθελε να πάνε κάπου να φάνε. Το «Πράσινο Μίλι» ήταν ένα καλό χορτοφαγικό εστιατόριο πίσω από την πλατεία. Η Τζένη δεν είπε τίποτα, μόνο οι λυγμοί της ακούγονταν μέσα στη νύχτα και αντοιχούσαν στο σοκάκι. Ο Νίκος αναρωτήθηκε εαν τόσα χρόνια είχε πάρει τον «στραβό» δρόμο και είχε μπει τόσο πολύ μέσα του που πλέον όλο το σύμπαν και όλα μέσα σε αυτό ήταν ολοκληρωτικά εναντίον του. Είχε μία τεράστια επιθυμία να ξαναγυρίσει στον παιδικό σταθμό και να χωθεί κάτω από το γραφείο της διευθύντριας όπως έκανε τότε. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν, παρά μόνο εκείνα τα χοντρά πόδια της διευθύντριας. Δεν ήθελε να βλέπει άλλα παιδάκια. Τα παιδάκια του προκαλούσαν πόνο.

Η Τζένη έκανε πολύ μικρά βήματα μακρυά του και ο βηματισμός της έμοιαζε με μικροσκοπικό ψαλίδι που κλείνει και ανοίγει. Ο Νίκος σκέφτηκε πως με αυτό το βηματισμό θα έκανε τουλάχιστον δέκα ώρες να φτάσει στο σπίτι.

Μέσα στην κούραση του και κοιτώντας το τίποτα του δρόμου (η Τζένη πλέον ήταν εκτός του οπτικού του πεδίου) ο Νίκος αισθάνθηκε πως ήταν το κέντρο κάποιου πολύ κακού πράγματος το οποίο άπλωνε τα πλοκάμια του παντού μέσα σε αυτή την πόλη, τη χώρα, την ήπειρο και το ηλιακό του σύστημα.

Η βροχή άρχισε να πέφτει μέσα σε όλο της το βρεγμένο μεγαλείο, σαν ένας μεγατόνος πληροφορίας που κανείς δεν ήθελε να έχει στην κατοχή του και απλά τον άφηνε να πέσει στο χώμα. Γύρισε πάλι το σώμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση και βρεγμένος πλέον άρχισε να περπατάει πίσω στο πάρτυ.

http://steliospapagrigoriou.blogspot.gr/

Ένα σχόλιο »

  1. Παράθεμα: [text] [ποετρυ] Στέλιος Παπαγρηγορίου – Thin Art

Σχολιάστε