Είναι η ομορφότερη

γυναίκα που έχω δει εδώ

και χρόνια.

Μου μιλά για τον Ντοστογιέφσκι,

τον Νίτσε, τον Κίρκεγκωρ

κι όλα όσα λάτρεψα στη ζωή μου.

Την ακούω με θαυμασμό·

δεν παύω όμως στιγμή

να φαντάζομαι το μουνί της.

Ο άντρας θεέ μου, είναι ένα κτήνος.

***** 

 

Διαβάζω στο διαδίκτυο

επιχειρήματα και κόντρα

επιχειρήματα για τον θάνατο

των βιβλίων.

Ότι η ψηφιακή τυπογραφία

θα αντικαταστήσει την

παραδοσιακή

ότι τα pixels θα

αντικαταστήσουν τους τσίγκους και τα στιγμόμετρα

ότι η άυλη απεραντότητα

του ψηφιακού κόσμου

θα υπερτερήσει των δυσβάσταχτων

χάρτινων όγκων.  

Μπορεί. 

Αλλά το ωραιότερο κοπλιμέντο

που είπα κάποτε σε γυναίκα

είναι ότι μυρίζει καλύτερα κι από

φρεσκοτυπωμένο βιβλίο

κι αυτό, διάολε, δεν θα

μπορούσα να το πω

αν δεν υπήρχε τυπογραφία

***** 

 

Τυχαία διασταυρώθηκα στο δρόμο

με δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια

Λολίτες όμοιες μ’ αυτές που φανταζόταν

ο Ναμπόκοφ.

Η μία μού έβγαλε τη γλώσσα της προκλητικά

κι ύστερα οι δυο μαζί έσκασαν στα γέλια. 

Ανόητε νομοθέτη, πού να ‘ξερες

πότε «ενηλικιώνεται» μια γυναίκα.

*****  

 

Η γυναίκα μου με ρωτάει καμιά φορά

τι τα θέλω όλα αυτά,

χαρτιά, ιδέες, επιχειρήματα.

«Μην σκέφτεσαι όλη την ώρα»,

μου λέει,

«θα το φυράνεις το μυαλό σου».

Δεν σκέφτομαι όλη την ώρα,

θέλω να της πω.

΄Οταν βυθίζομαι μέσα σου

ή όταν χώνω τα μούτρα μου

στα σκέλια σου

δεν σκέφτομαι καθόλου.

*****

Διαβάστε επίσης

Σκοτεινά ποιήματα

Ο Κώστας Δεσποινιάδης γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1978. Από το 2001 έχει ιδρύσει το περιοδικό και τις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Εκτός από το «Πανοπτικόν», κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα. Ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής έχει συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα αγγλικά.
Περισσότερα… http://www.biblionet.gr/

*****

Οι γυναίκες των Ντοστογιέφκσι, Νίτσε, Κίρκεγκωρ

Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας γνωρίζει και παντρεύεται τον Φεβρουάριο του 1857 την Μαρία Ντιμιτρίεβνα Ισάγιεβα που λίγο πριν είχε χηρέψει. Ήταν «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής, και το 1864 πεθαίνει».

Το 1866, ερωτεύεται την 20χρονη στενογράφο του Άννα Γρηγόριεβνα Σνιτκίνα, στην οποία υπαγορεύει τον Παίχτη, και το 1867 παντρεύονται. Ο Ντοστογιέφσκι κυριεύεται από την μανία του τζόγου και παίζει όλα του τα χρήματα στα τυχερά παίγνια. Δανείζεται χρήματα διαρκώς. Για να αποφύγει τους δανειστές το ζευγάρι αναχωρεί για την Ευρώπη, όπου θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια. Ταξιδεύουν στη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία, ενώ,  χωρίς καν να το γνωρίζουν, η φήμη του Ντοστογιέφσκι πίσω στη Ρωσία μεγαλώνει σταδιακά…

*****

Ο Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον περιστοιχιζόμενος από γυναίκες,  τη μητέρα του, την αδερφή του, τη γιαγιά του, τις δύο ανύπαντρες θείες και, τέλος, την οικιακή βοηθό τους Μίνε.

Στη νεότητά του, η σχέση του με τον Βάγκνερ τον επηρέασε βαθύτατα. Ο Γερμανός μουσουργός είχε αποκτήσει τρία εξώγαμα τέκνα με την Κοζίμα, παρότι εκείνη παρέμενε παντρεμένη με τον Φον Μπίλοβ. Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκε ο Νίτσε, ο Βάγκνερ ήταν κατηγορηματικός και κατά τι χυδαίος: συμβούλευσε μεν τον νεαρό θαυμαστή του να κλέψει μια γυναίκα (όπως έκανε αυτός), ενώ συνάμα πληροφόρησε το γιατρό του ότι ο Νίτσε έβρισκε καταφύγιο στον αυνανισμό. Ο άνθρωπος που αργότερα θα γράψει πως «όταν πας στις γυναίκες, πρέπει να παίρνεις μαζί σου και μαστίγιο» αποκαλύπτεται άπραγος, ανίκανος, δυστυχής κι ερωτικά καταδικασμένος. Έχοντας κολλήσει σύφιλη από μια πόρνη, ο Νίτσε έζησε με την καταδίκη να ερωτεύεται παράφορα και στο τέλος να απορρίπτεται. Η Κοζίμα Βάγκνερ, η Μαλβίντα φον Μάιζενμπουγκ και η Λου Σαλομέ ήταν οι γυναίκες που υπέμειναν τον ερωτευμένο Νίτσε.

Αλλά και με τη Λου Σαλομέ, ενώ ξεκίνησαν μια σχέση πάθους, κατέληξαν από την πλευρά εκείνης σε ένα αίσθημα μητρικού προστατευτισμού, το οποίο προκάλεσε στον καθηγητή χαώδη συναισθήματα αποτυχίας και μνησικακίας. Έγραφε γι αυτήν ο Νίτσε: «Αυτή η κοκαλιάρα, βρωμερή, ελεεινή μαϊμού με τα στραβά στήθη!»…

Μετά όλους αυτούς τους αποτυχημένους έρωτες στις 3 Ιανουαρίου του 1889 ο ανέραστος Νίτσε κι ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο υπέστη νευρική κατάρρευση. Σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή -αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα- ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου και αμέσως μετά κατέρρευσε…

*****

Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ συνάντησε τη Ρεγκίνε στις 8 Μαΐου 1837 και αμέσως γεννήθηκε μια αμοιβαία έλξη. Η Ρεγκίνε Όλσεν, έμελλε να παραμείνει ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο.

Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκωρ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε: Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί… ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να ‘ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα η γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν’ κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της […] 

Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου• και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω• και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος, που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ.

Ημερολόγιο (2 Φεβρουαρίου 1839)

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1840, ο Κίρκεγκωρ έκανε πρόταση γάμου στη Ρεγκίνε. Αλλά ένα χρόνο αργότερα, διέλυσε ο ίδιος τον αρραβώνα. Στο ημερολόγιό του αναφέρει την άποψή του ότι η «μελαγχολία» του τον καθιστούσε ακατάλληλο για γάμο, αλλά τα πραγματικά αίτια της διάλυσης του αρραβώνα παραμένουν ασαφή.

Πιστεύεται γενικά ότι οι δυο τους παρέμεναν βαθιά ερωτευμένοι, πιθανώς ακόμη και μετά τον γάμο της με τον Γιόχαν Φρέντερικ Σλέγκελ (1817-1896), έναν εξέχοντα δημόσιο υπάλληλο. Τον περισσότερο καιρό η επαφή τους περιοριζόταν σε τυχαίες συναντήσεις στους δρόμους της Κοπεγχάγης. Λίγα χρόνια αργότερα ο Κίρκεγκωρ έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον σύζυγο της Ρεγκίνε άδεια για να μιλήσει μαζί της, πράγμα που φυσικά του αρνήθηκε ο Σλέγκελ.

Λίγο μετά από αυτό το ζευγάρι έφυγε από τη χώρα, καθώς ο Σλέγκελ είχε διοριστεί Κυβερνήτης στις Δανικές Δυτικές Ινδίες. Όταν επέστρεψε η Ρεγκίνε, ο Κίρκεγκωρ ήταν ήδη νεκρός. Η Ρεγκίνε Σλέγκελ έζησε μέχρι το 1904 και, όταν πέθανε, θάφτηκε κοντά στον Κίρκεγκωρ στα Κοιμητήρια Ασίστενς της Κοπεγχάγης.

Σχολιάστε